ὠνητής: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onitis | |Transliteration C=onitis | ||
|Beta Code=w)nhth/s | |Beta Code=w)nhth/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠνητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[buyer]], [[purchaser]], X.''Oec.'' 2.3, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''12.8, Is.''Fr.''173, Plu.''Cat.Mi.''36, etc.; τινος of something, Pl.''Erx.''394e, Aeschin.1.108, Plu.''Ages.''9; <b class="b3">ὠνητὴν λαβεῖν</b> to find a [[purchaser]], Antiph.161.7.<br><span class="bld">2</span> [[contractor]], IG22.1596.3; [[lessee]] of mines, ib.1587.4, al. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[acheteur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Käufer]], [[Pächter]]</i>; Plat. <i>Eryx</i>. 394e; Aesch. 1.108; Plut. <i>Ages</i>. 9. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠνητής:''' οῦ ὁ [[покупатель]], [[покупщик]] Xen., Plat. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ | |lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=- | |mltxt=-οῦ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῦμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[αγοραστής]], αυτός που αποκτά [[κάτι]], σε Ξεν., Αισχίν. | |lsmtext='''ὠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[αγοραστής]], αυτός που αποκτά [[κάτι]], σε Ξεν., Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὠνητής]], οῦ, ὁ,<br />a [[buyer]], purchaser, Xen., Aeschin. | |mdlsjtxt=[[ὠνητής]], οῦ, ὁ,<br />a [[buyer]], purchaser, Xen., Aeschin. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[buyer]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠνητοῦ, ὁ,
A buyer, purchaser, X.Oec. 2.3, Thphr. Char.12.8, Is.Fr.173, Plu.Cat.Mi.36, etc.; τινος of something, Pl.Erx.394e, Aeschin.1.108, Plu.Ages.9; ὠνητὴν λαβεῖν to find a purchaser, Antiph.161.7.
2 contractor, IG22.1596.3; lessee of mines, ib.1587.4, al.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
acheteur.
Étymologie: ὠνέομαι.
German (Pape)
ὁ, Käufer, Pächter; Plat. Eryx. 394e; Aesch. 1.108; Plut. Ages. 9.
Russian (Dvoretsky)
ὠνητής: οῦ ὁ покупатель, покупщик Xen., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, ἀγοραστής, Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, μισθωτής, πακτωτής, ἐργολάβος, Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, αὐτόθι 162, κατὰ τὸν Böckh.
Greek Monolingual
-οῦ, και δωρ. τ, ὠνατάς, -ᾱ, ὁ, Α ὠνοῦμαι
1. αγοραστής
2. πρόσωπο που, μετά από σύναψη συμβολαίου, αναλάμβανε τη μίσθωση δημόσιων προσόδων
3. (ειδικότερα) μισθωτής μεταλλείων.
Greek Monotonic
ὠνητής: -οῦ, ὁ, αγοραστής, αυτός που αποκτά κάτι, σε Ξεν., Αισχίν.
Middle Liddell
ὠνητής, οῦ, ὁ,
a buyer, purchaser, Xen., Aeschin.