ὑαλόχρους: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yalochrous
|Transliteration C=yalochrous
|Beta Code=u(alo/xrous
|Beta Code=u(alo/xrous
|Definition=ουν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[glass-coloured]], AP6.211 (Leon., in acc. <b class="b3">-χροα</b>). [v. <b class="b3">ὕαλος</b> fin.]</span>
|Definition=ὑαλόχρουν, [[glass-coloured]], AP6.211 (Leon., in acc. -χροα). [v. [[ὕαλος]] fin.]
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />[[qui a la couleur du verre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕαλος]], [[χρόα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑᾰλόχρους''': ουν, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς ὑάλου, Ἀνθ. Π. 6. 211 (ἐν τῇ αἰτ. -χροα). [Ἴδε [[ὕαλος]] ἐν τέλει].
|lstext='''ὑᾰλόχρους''': ουν, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς ὑάλου, Ἀνθ. Π. 6. 211 (ἐν τῇ αἰτ. -χροα). [Ἴδε [[ὕαλος]] ἐν τέλει].
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />qui a la couleur du verre.<br />'''Étymologie:''' [[ὕαλος]], [[χρόα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑαλόχροος]], -οον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της διαφανούς υάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>χρους</i>).
|mltxt=-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. [[ὑαλόχροος]], -οον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της διαφανούς υάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[χρυσόχρους]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑᾰλό-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />[[glass]]-coloured, Anth.
|mdlsjtxt=ὑᾰλό-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />[[glass]]-coloured, Anth.
}}
{{pape
|ptext=ουν, zusammengezogen aus [[ὑαλόχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλόχρους Medium diacritics: ὑαλόχρους Low diacritics: υαλόχρους Capitals: ΥΑΛΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: hyalóchrous Transliteration B: hyalochrous Transliteration C: yalochrous Beta Code: u(alo/xrous

English (LSJ)

ὑαλόχρουν, glass-coloured, AP6.211 (Leon., in acc. -χροα). [v. ὕαλος fin.]

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a la couleur du verre.
Étymologie: ὕαλος, χρόα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς ὑάλου, Ἀνθ. Π. 6. 211 (ἐν τῇ αἰτ. -χροα). [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, -οον, Α
(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα της διαφανούς υάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσόχρους).

Greek Monotonic

ὑᾰλόχρους: -ουν (χρόα), αυτός που έχει χρώμα γυαλιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑᾰλό-χρους, ουν, χρόα
glass-coloured, Anth.

German (Pape)

ουν, zusammengezogen aus ὑαλόχροος.