ῥάκετρον: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=raketron
|Transliteration C=raketron
|Beta Code=r(a/ketron
|Beta Code=r(a/ketron
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">butcher's cleaver</b>, <span class="bibl">Poll.7.25</span> (v.l. [[ῥάχ-]]): Hsch. has βράκετρον (Aeol. ?), [[pruning-hook]].</span>
|Definition=τό, [[butcher's cleaver]], Poll.7.25 ([[varia lectio|v.l.]] [[ῥάχετρον]]): [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has [[βράκετρον]] (Aeol. ?), [[pruning-hook]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥάκετρον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] μαγειρικόν, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βράκετρον (Αἰολ.;) [[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]].
|lstext='''ῥάκετρον''': τό, [[ἐργαλεῖον]] μαγειρικόν, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βράκετρον (Αἰολ.;) [[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>βράκετρον</i>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>ῥακέω</i>, ενώ ο τ. <i>βράκετον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκετρον]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>-].
|mltxt=και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>βράκετρον</i>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[δρέπανον]], [[κλαδευτήριον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. <i>ῥακέω</i>, ενώ ο τ. <i>βράκετον</i> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκετρον]] με ανομοιωτική [[αποβολή]] του δεύτερου -<i>ρ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάκετρον Medium diacritics: ῥάκετρον Low diacritics: ράκετρον Capitals: ΡΑΚΕΤΡΟΝ
Transliteration A: rháketron Transliteration B: rhaketron Transliteration C: raketron Beta Code: r(a/ketron

English (LSJ)

τό, butcher's cleaver, Poll.7.25 (v.l. ῥάχετρον): Hsch. has βράκετρον (Aeol. ?), pruning-hook.

German (Pape)

[Seite 833] τό, auch βράκετρον, ein Werkzeug der Köche, neben κοπίς Poll. 7, 25 genannt; Hesych. erkl. Letzteres δρέπανον κλαδευτήριον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάκετρον: τό, ἐργαλεῖον μαγειρικόν, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βράκετρον (Αἰολ.;) δρέπανον, κλαδευτήριον.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α
1. είδος κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη
2. (μόνον ο τ. βράκετρον) (κατά τον Ησύχ.) «δρέπανον, κλαδευτήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + επίθημα -τρον πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. ῥακέω, ενώ ο τ. βράκετον < ῥάκετρον με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -ρ-].