καταπίστωσις: Difference between revisions
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
m (LSJ1 replacement) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapistosis | |Transliteration C=katapistosis | ||
|Beta Code=katapi/stwsis | |Beta Code=katapi/stwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[assurance]], [[pledge of faith]], <b class="b3">καταπιστώσεις ποιεῖσθαι</b>, of lovers, Arist.''Fr.''97, cf. Plu.2.258b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Plut. Pelop. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Plut. Pelop. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[garantie]], [[caution]].<br />'''Étymologie:''' [[καταπιστόομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταπίστωσις -εως, ἡ [καταπιστόομαι] borgstelling:. τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι τοὺς ἐρωμένους dat de geliefden hun geloften aflegden Plut. Pel. 18.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπίστωσις:''' εως ἡ [[порука]], [[ручательство]]: τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Arst., Plut. ручаться, давать клятву. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπίστωσις''': -εως, ἡ, [[βεβαιότης]], [[διαβεβαίωσις]], [[ὑπόσχεσις]] πίστεως, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἐραστῶν, Πλουτ. Πελοπ. 18, πρβλ. Πλούτ. 2, 258Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 1492. 42α. | |lstext='''καταπίστωσις''': -εως, ἡ, [[βεβαιότης]], [[διαβεβαίωσις]], [[ὑπόσχεσις]] πίστεως, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἐραστῶν, Πλουτ. Πελοπ. 18, πρβλ. Πλούτ. 2, 258Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 1492. 42α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπίστωσις]], ἡ (Α) [[καταπιστοῦμαι]]<br />[[διαβεβαίωση]], [[εγγύηση]] ή [[υπόσχεση]] πίστεως. | |mltxt=[[καταπίστωσις]], ἡ (Α) [[καταπιστοῦμαι]]<br />[[διαβεβαίωση]], [[εγγύηση]] ή [[υπόσχεση]] πίστεως. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, assurance, pledge of faith, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, of lovers, Arist.Fr.97, cf. Plu.2.258b.
German (Pape)
[Seite 1370] ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Plut. Pelop. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
garantie, caution.
Étymologie: καταπιστόομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπίστωσις -εως, ἡ [καταπιστόομαι] borgstelling:. τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι τοὺς ἐρωμένους dat de geliefden hun geloften aflegden Plut. Pel. 18.5.
Russian (Dvoretsky)
καταπίστωσις: εως ἡ порука, ручательство: τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Arst., Plut. ручаться, давать клятву.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίστωσις: -εως, ἡ, βεβαιότης, διαβεβαίωσις, ὑπόσχεσις πίστεως, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἐραστῶν, Πλουτ. Πελοπ. 18, πρβλ. Πλούτ. 2, 258Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 1492. 42α.
Greek Monolingual
καταπίστωσις, ἡ (Α) καταπιστοῦμαι
διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως.