μικρότης: Difference between revisions
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
(CSV import) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikrotis | |Transliteration C=mikrotis | ||
|Beta Code=mikro/ths | |Beta Code=mikro/ths | ||
|Definition=or | |Definition=or [[σμικρότης]] (v. [[μικρός]]), ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[smallness]]. first in Anaxag.1, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.''Ti.''43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.''de An.''422b30; ἀνέμων [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e.<br><span class="bld">2</span> [[meanness]], [[pettiness]], of rank, Isoc.4.93, Arist.''Pol.''1302b4; of matters, Id.''Rh.''1393a9; of language, [[triviality]], Longin.43.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von διὰ τὸ [[μέγεθος]], Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. [[σμικρότης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse ; <i>fig.</i> petitesse <i>ou</i> [[médiocrité du rang]], [[de la condition]].<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρότης:''' и σμῑκρότης, ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[незначительные размеры]] (διὰ σμικρότητα [[ἀόρατος]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[слабость]] (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[незначительность]], [[маловажность]] (τῶν πραγμάτων Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρότης''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ [[μικρός]], πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ [[πόλεων]], [[πλήν]] εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43. | |lstext='''μῑκρότης''': ἢ σμικρ- (ἴδε [[μικρός]]), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ [[μικρός]], πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ [[πόλεων]], [[πλήν]] εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑκρότης:''' ή σμικρ-, ἡ, η [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου, [[φειδώ]], ασημαντότητα, σε Αριστ. | |lsmtext='''μῑκρότης:''' ή σμικρ-, ἡ, η [[ιδιότητα]] του μικρού, του λίγου, [[φειδώ]], ασημαντότητα, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:34, 2 November 2024
English (LSJ)
or σμικρότης (v. μικρός), ητος, ἡ,
A smallness. first in Anaxag.1, cf. Arist.Metaph.1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.Ti.43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.de An.422b30; ἀνέμων Thphr. Vent.1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e.
2 meanness, pettiness, of rank, Isoc.4.93, Arist.Pol.1302b4; of matters, Id.Rh.1393a9; of language, triviality, Longin.43.1.
German (Pape)
[Seite 185] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Gegensatz von διὰ τὸ μέγεθος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
petitesse ; fig. petitesse ou médiocrité du rang, de la condition.
Étymologie: μικρός.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρότης: и σμῑκρότης, ητος ἡ
1 незначительные размеры (διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.);
2 слабость (φωνῆς Arst.);
3 незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρότης: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ μικρός, πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ πόλεων, πλήν εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.
Greek Monotonic
μῑκρότης: ή σμικρ-, ἡ, η ιδιότητα του μικρού, του λίγου, φειδώ, ασημαντότητα, σε Αριστ.
Middle Liddell
μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, ἡ, [from μῑκρός]
smallness: littleness, meanness, pettiness, Arist.