σύμπους: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympous | |Transliteration C=sympous | ||
|Beta Code=su/mpous | |Beta Code=su/mpous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, | |Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[with the feet together]] or [[closed]], Ar.''Fr.''865, Herm.Trism. in ''Rev.Phil.''32.254; [[with feet tied together]], Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμπους:''' 2, gen. ποδος с сомкнутыми ногами Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])]. | |mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, with the feet together or closed, Ar.Fr.865, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.254; with feet tied together, Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42.
German (Pape)
[Seite 989] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
Russian (Dvoretsky)
σύμπους: 2, gen. ποδος с сомкнутыми ногами Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159· «τῶν πάλαι δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» — σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο
β) «σύμπους ανθοταξία» — διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους
αρχ.
1. (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη
2. δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει δεσμά στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. περί-πους)].