ἑρματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ermatizo
|Transliteration C=ermatizo
|Beta Code=e(rmati/zw
|Beta Code=e(rmati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἑρμάζω]], [[support by means of a sling]], τῆς κνήμης ἡρματισμένης <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ἕρμα <span class="bibl">1.4</span>) [[steady as by ballast]], ἑ. ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plu.2.967b:—Med., [[ballast themselves]], [[λιθιδίοις]] ib.979b : —Pass., τοῖς ἀξιολόγοις ἀγαθοῖς ἡρματίσθαι <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> trans. in Med., <b class="b3">νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται</b> [[they take]] brides into [[their]] houses [[as ballast]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>402.8</span>, cf. Lyc.1319.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> = [[ἑρμάζω]], [[support by means of a sling]], τῆς κνήμης ἡρματισμένης Hp.''Fract.''23.<br><span class="bld">II</span> (ἕρμα 1.4) [[steady as by ballast]], ἑ. ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plu.2.967b:—Med., [[ballast themselves]], [[λιθιδίοις]] ib.979b: —Pass., τοῖς ἀξιολόγοις ἀγαθοῖς ἡρματίσθαι Phld.''Mort.''18.<br><span class="bld">2</span> trans. in Med., <b class="b3">νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται</b> [[they take]] brides into [[their]] houses [[as ballast]], E.''Fr.''402.8, cf. Lyc.1319.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] = [[ἑρμάζω]], feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν [[ἀκρωτήριον]], ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. [[ἕρμα]]); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] = [[ἑρμάζω]], feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν [[ἀκρωτήριον]], ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. [[ἕρμα]]); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass.</i> ἡρμάτισμαι;<br /><b>1</b> [[étayer]], [[soutenir]];<br /><b>2</b> [[lester]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἑρματίζομαι]] se lester.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμᾰτίζω:''' [[ἕρμα]] I]<br /><b class="num">1</b> тж. med. подпирать, удерживать в равновесии, делать устойчивым (ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plut.);<br /><b class="num">2</b> med. [[брать себе в качестве груза]] (τινὰ εἰς οἴκους Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρμᾰτίζω''': [[ἑρμάζω]], [[ὑποστηρίζω]] διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω [[ἕρμα]], σαβοῦρραν ([[ἕρμα]] 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., [[ἑρματίζω]], ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319.
|lstext='''ἑρμᾰτίζω''': [[ἑρμάζω]], [[ὑποστηρίζω]] διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω [[ἕρμα]], σαβοῦρραν ([[ἕρμα]] 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., [[ἑρματίζω]], ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319.
}}
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass.</i> ἡρμάτισμαι;<br /><b>1</b> étayer, soutenir;<br /><b>2</b> lester;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑρματίζομαι se lester.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἑρματίζω]], Α και [[ἑρμάζω]]) [[έρμα]]<br />[[τοποθετώ]] [[σαβούρα]] σε [[πλοίο]] ή [[αερόστατο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεώνω]], [[δένω]] με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἑρματίζομαι</i><br />α) ισορροπῶ<br />β) [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[στήριγμα]].
|mltxt=(AM [[ἑρματίζω]], Α και [[ἑρμάζω]]) [[έρμα]]<br />[[τοποθετώ]] [[σαβούρα]] σε [[πλοίο]] ή [[αερόστατο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεώνω]], [[δένω]] με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἑρματίζομαι</i><br />α) ισορροπῶ<br />β) [[παίρνω]] [[κάτι]] ως [[στήριγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑρμᾰτίζω:''' [[ἕρμα]] I]<br /><b class="num">1)</b> тж. med. подпирать, удерживать в равновесии, делать устойчивым (ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> med. брать себе в качестве груза (τινὰ εἰς οἴκους Eur.).
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμᾰτίζω Medium diacritics: ἑρματίζω Low diacritics: ερματίζω Capitals: ΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: hermatízō Transliteration B: hermatizō Transliteration C: ermatizo Beta Code: e(rmati/zw

English (LSJ)

A = ἑρμάζω, support by means of a sling, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Hp.Fract.23.
II (ἕρμα 1.4) steady as by ballast, ἑ. ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plu.2.967b:—Med., ballast themselves, λιθιδίοις ib.979b: —Pass., τοῖς ἀξιολόγοις ἀγαθοῖς ἡρματίσθαι Phld.Mort.18.
2 trans. in Med., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται they take brides into their houses as ballast, E.Fr.402.8, cf. Lyc.1319.

German (Pape)

[Seite 1032] = ἑρμάζω, feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν ἀκρωτήριον, ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. ἕρμα); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ἡρμάτισμαι;
1 étayer, soutenir;
2 lester;
Moy. ἑρματίζομαι se lester.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμᾰτίζω: ἕρμα I]
1 тж. med. подпирать, удерживать в равновесии, делать устойчивым (ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plut.);
2 med. брать себе в качестве груза (τινὰ εἰς οἴκους Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμᾰτίζω: ἑρμάζω, ὑποστηρίζω διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω ἕρμα, σαβοῦρραν (ἕρμα 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., ἑρματίζω, ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319.

Greek Monolingual

(AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) έρμα
τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο
αρχ.
1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)
2. μέσ. ἑρματίζομαι
α) ισορροπῶ
β) παίρνω κάτι ως στήριγμα.