εὔφορτος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyfortos
|Transliteration C=eyfortos
|Beta Code=eu)/fortos
|Beta Code=eu)/fortos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[well-freighted]], [[well-ballasted]], νᾶες <span class="title">AP</span>12.53 (Mel.): metaph., [[agreeable]], [[gracious]], opp. <b class="b3">βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός</b>] <span class="bibl">Onos.42.24</span>; μέλη <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.85</span>, cf. <span class="bibl">4.447</span>.</span>
|Definition=εὔφορτον, [[well-freighted]], [[well-ballasted]], νᾶες ''AP''12.53 (Mel.): metaph., [[agreeable]], [[gracious]], opp. <b class="b3">βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός]</b> Onos.42.24; μέλη Opp.''C.''1.85, cf. 4.447.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1106.png Seite 1106]] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 [[γούνατα]], leicht beweglich, schnell.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1106.png Seite 1106]] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 [[γούνατα]], leicht beweglich, schnell.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[légèrement chargé]] ; qui porte bien sa charge;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[rapide]], [[agile]], [[léger]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φόρτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔφορτος:''' [[легко нагруженный]] (νᾶες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
|lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> rapide, agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φόρτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔφορτος:''' -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή [[σαβούρα]] πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει [[καλά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔφορτος:''' -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή [[σαβούρα]] πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει [[καλά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔφορτος:''' легко нагруженный (νᾶες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-φορτος, ον<br />well-freighted, well-ballasted, Anth.
|mdlsjtxt=εὔ-φορτος, ον<br />well-freighted, well-ballasted, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφορτος Medium diacritics: εὔφορτος Low diacritics: εύφορτος Capitals: ΕΥΦΟΡΤΟΣ
Transliteration A: eúphortos Transliteration B: euphortos Transliteration C: eyfortos Beta Code: eu)/fortos

English (LSJ)

εὔφορτον, well-freighted, well-ballasted, νᾶες AP12.53 (Mel.): metaph., agreeable, gracious, opp. βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός] Onos.42.24; μέλη Opp.C.1.85, cf. 4.447.

German (Pape)

[Seite 1106] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 γούνατα, leicht beweglich, schnell.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;
2 p. ext. rapide, agile, léger.
Étymologie: εὖ, φόρτος.

Russian (Dvoretsky)

εὔφορτος: легко нагруженный (νᾶες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔφορτος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα ὅσον φορτίονἕρμα πρέπει νὰ ἔχῃ ὅπως εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., καλῶς κινούμενος, εὐκίνητος, εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.

Greek Monolingual

εὔφορτος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.)
2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρτος «φορτίο πλοίου»].

Greek Monotonic

εὔφορτος: -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή σαβούρα πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει καλά, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-φορτος, ον
well-freighted, well-ballasted, Anth.