εμφορούμαι: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=( | |mltxt=([[ἐμφορέομαι]]) (AM [[ἐμφοροῦμαι]] και ἐμφορῶ)<br /><b>μέσ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] από κάποιο [[συναίσθημα]], διαπνέομαι από κάποια [[σκέψη]] ή [[ιδέα]], κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῦ [[ἀξίως]] ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[κάνω]] υπερβολική [[χρήση]] ενός πράγματος («ἐνεφοροῦν | ||
το τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[χορταίνω]], [[γεμίζω]] το [[στομάχι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> οδηγούμαι, μεταφέρομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εισάγω]], [[χύνω]], [[γεμίζω]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]], [[επιφέρω]], [[εντείνω]]<br /><b>5.</b> [[επισωρεύω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιρρίπτω]] στο [[πρόσωπο]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:58, 23 September 2024
Greek Monolingual
(ἐμφορέομαι) (AM ἐμφοροῦμαι και ἐμφορῶ)
μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῦ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)
αρχ.-μσν.
είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος («ἐνεφοροῦν
το τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)
μσν.
χορταίνω, γεμίζω το στομάχι
αρχ.
1. εισάγω, φέρνω μέσα
2. παθ. οδηγούμαι, μεταφέρομαι μέσα σε κάτι
3. εισάγω, χύνω, γεμίζω
4. προκαλώ, επιφέρω, εντείνω
5. επισωρεύω πάνω σε κάτι, επιρρίπτω στο πρόσωπο κάποιου.