στεμφυλίτης: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stemfylitis
|Transliteration C=stemfylitis
|Beta Code=stemfuli/ths
|Beta Code=stemfuli/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. στεμφῠλ-ῖτις, ιδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[made from grapes already pressed]], <b class="b3">τρύγες στεμφυλίτιδες</b> wine made in this way, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.52</span>, <span class="bibl"><span class="title">Morb.</span>3.17</span>: <b class="b3">-ίτης</b>,= [[vinacium]], Gloss. <b class="b3">-ον, τό,</b> (στέμβω) <b class="b2">mass of olives from which the oil has been pressed, olivecake</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>806</span>: mostly in pl., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>64</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>45</span> (ubi v. Sch.), <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>392</span>; λιπῶσι στεμφύλοις <span class="bibl">Phryn.Com.38</span>, cf. Androcl. ap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1400a13</span>, <span class="bibl">Ath.2.56d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pl., [[mass of pressed grapes]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.69</span>, <span class="bibl"><span class="title">Aff.</span>27</span> (where it seems to be a drink), Lyc.678, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.554.20</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>527.8</span> (iii B.C.); οἶνον ἀπὸ στεμφύλων <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>6.4</span>; σταφυλῆς στέμφυλα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>107</span>: in sg., Gal.6.576.—Signf. 1 is said to be Att. by Phryn.384.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. [[στεμφυλῖτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> [[made from grapes already pressed]], <b class="b3">τρύγες στεμφυλίτιδες</b> wine made in this way, Hp.''Vict.''2.52, ''Morb.''3.17: στεμφυλίτης = [[vinacium]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. [[οίνος]]) [[κρασί]] που λαμβάνεται από δεύτερη [[σύνθλιψη]] τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[αγγείο]] για [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο [[δευτερίας]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέμφυλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῖτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενν. [[οίνος]]) [[κρασί]] που λαμβάνεται από δεύτερη [[σύνθλιψη]] τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[αγγείο]] για [[κρασί]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο [[δευτερίας]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέμφυλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μηλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεμφῠλίτης Medium diacritics: στεμφυλίτης Low diacritics: στεμφυλίτης Capitals: ΣΤΕΜΦΥΛΙΤΗΣ
Transliteration A: stemphylítēs Transliteration B: stemphylitēs Transliteration C: stemfylitis Beta Code: stemfuli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. στεμφυλῖτις, ιδος,
A made from grapes already pressed, τρύγες στεμφυλίτιδες wine made in this way, Hp.Vict.2.52, Morb.3.17: στεμφυλίτης = vinacium, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 934] ὁ, tem. στεμφυλῖτις, von Trestern gemacht, οἶνος, Stechwein, Lauer; ἐλαῖαι, eingemachte, zerdrückte Oliven; τρύγες, Hippocr., eine Art von Lauerwein, Most aus nachgepreßten Trestern.

Greek (Liddell-Scott)

στεμφῠλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, ὁ πεποιημένος ἐκ σταφυλῶν, αἵτινες ἤδη ἐπατήθησαν, τρύγες στεμφυλίτιδες, ὁ οὕτω λαμβανόμενος οἶνος, Λατ, lorn, Ἱππ. 359. 8., 497. 8. - Ὡσαύτως στεμφυλίας, ὁ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάκυρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. στεμφυλῖτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ενν. οίνος) κρασί που λαμβάνεται από δεύτερη σύνθλιψη τών στεμφύλων, τών τσίπουρων, ο δευτερίας οίνος
αρχ.
1. αυτός που παρασκευάζεται από σταφύλια πατημένα στον ληνό
2. το αρσ. ως ουσ. αγγείο για κρασί
3. φρ. «τρύγες στεμφυλίτιδες» — ο δευτερίας οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλον + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].