Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καινουργισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainourgismos
|Transliteration C=kainourgismos
|Beta Code=kainourgismo/s
|Beta Code=kainourgismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[καινουργία]], Suid. (v.l. [[-ησμός]]).</span>
|Definition=ὁ, = [[καινουργία]], Suid. ([[varia lectio|v.l.]] [[καινουργησμός]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινουργισμός]], ὁ (Α) [[καινουργίζω]]<br /><b>1.</b> η [[καινουργία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῑον [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]».
|mltxt=[[καινουργισμός]], ὁ (Α) [[καινουργίζω]]<br /><b>1.</b> η [[καινουργία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]».
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργισμός Medium diacritics: καινουργισμός Low diacritics: καινουργισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainourgismós Transliteration B: kainourgismos Transliteration C: kainourgismos Beta Code: kainourgismo/s

English (LSJ)

ὁ, = καινουργία, Suid. (v.l. καινουργησμός).

German (Pape)

[Seite 1295] ὁ, = καινούργησις, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργισμός: «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις» Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινουργισμός, ὁ (Α) καινουργίζω
1. η καινουργία
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις».