πρωτόγαλα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protogala | |Transliteration C=protogala | ||
|Beta Code=prwto/gala | |Beta Code=prwto/gala | ||
|Definition=ακτος, τό,= [[πυός]], Gal.19.131; = | |Definition=ακτος, τό,= [[πυός]], Gal.19.131; = [[colostra]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτόγᾰλα''': -ακτος, τό, τὸ | |lstext='''πρωτόγᾰλα''': -ακτος, τό, τὸ μετὰ τὸν τοκετὸν πρῶτον [[γάλα]], [[πρωτόγαλα]], Γαλην. τ. 2, 99F, ἴδε [[πυός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άλακτος, το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[γάλα]] που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες [[αμέσως]] [[μετά]] τον τοκετό από τους μαστούς της γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό [[γάλα]], αλλ. [[πύαρ]], κν. [[κολάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάλα]]. | |mltxt=-άλακτος, το, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[γάλα]] που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες [[αμέσως]] [[μετά]] τον τοκετό από τους μαστούς της γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό [[γάλα]], αλλ. [[πύαρ]], κν. [[κολάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γάλα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:32, 25 August 2023
English (LSJ)
ακτος, τό,= πυός, Gal.19.131; = colostra, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 804] τό, die erste Muttermilch, -brust, wie πῦος, Galen. im plur. πρωτογάλακτα.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόγᾰλα: -ακτος, τό, τὸ μετὰ τὸν τοκετὸν πρῶτον γάλα, πρωτόγαλα, Γαλην. τ. 2, 99F, ἴδε πυός.
Greek Monolingual
-άλακτος, το, ΝΜΑ
1. το γάλα που εκκρίνεται τις πρώτες ημέρες αμέσως μετά τον τοκετό από τους μαστούς της γυναίκας και όλων τών θηλυκών θηλαστικών και το οποίο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που το κάνουν να διακρίνεται από το κανονικό γάλα, αλλ. πύαρ, κν. κολάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + γάλα.