σιμοτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=simotrachilos
|Transliteration C=simotrachilos
|Beta Code=simotra/xhlos
|Beta Code=simotra/xhlos
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with concave neck]], so that the face is turned upwards, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span> 11.100</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[with concave neck]], so that the face is turned upwards, Tz.''H.'' 11.100.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τράχηλο κυρτό [[προς]] τα [[εμπρός]] ώστε το πρόσωπό του να [[είναι]] σηκωμένο [[προς]] τα [[επάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[πλακουτσομύτης]], [[ανωφερής]]» <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σκληρο</i>-[[τράχηλος]])].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει τράχηλο κυρτό [[προς]] τα [[εμπρός]] ώστε το πρόσωπό του να [[είναι]] σηκωμένο [[προς]] τα [[επάνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιμός]] «[[πλακουτσομύτης]], [[ανωφερής]]» <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]] ([[πρβλ]]. [[σκληροτράχηλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑμοτράχηλος Medium diacritics: σιμοτράχηλος Low diacritics: σιμοτράχηλος Capitals: ΣΙΜΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: simotráchēlos Transliteration B: simotrachēlos Transliteration C: simotrachilos Beta Code: simotra/xhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, with concave neck, so that the face is turned upwards, Tz.H. 11.100.

Greek (Liddell-Scott)

σῑμοτράχηλος: -ον, = σιμαύχην, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 100.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τράχηλο κυρτό προς τα εμπρός ώστε το πρόσωπό του να είναι σηκωμένο προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλακουτσομύτης, ανωφερής» + τράχηλος (πρβλ. σκληροτράχηλος)].