φεγγίτης: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=feggitis | |Transliteration C=feggitis | ||
|Beta Code=feggi/ths | |Beta Code=feggi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, = [[σεληνίτης]], Plin.''HN''36.163, Alex.Aphr.''in Sens.''29.7, Tz.ad Lyc.98. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, = σεληνίτης, Plin.HN36.163, Alex.Aphr.in Sens.29.7, Tz.ad Lyc.98.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, der Leuchtstein, das zu Fensterscheiben gebräuchliche Marienglas, Schol. Lycophr. 98.
Greek (Liddell-Scott)
φεγγίτης: -ου, ὁ, = σεληνίτης, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 664C, Πλίν. 36, 22, 46, 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ὀπὴ ἐπὶ τῆς στέγης δι’ ἧς εἰσέρχεται φῶς εἰς τὴν οἰκίαν, «σαλάμβαι οἱ φανόπται, ἤτοι οἱ φεγγῖται ἰδιωτικῶς, παρὰ τὸ σέλας δι’ αὐτῶν βαίνειν» Τζέτζ. εἰς Λυκόφ. 98.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
κυκλικό, ορθογώνιο ή ελλειψοειδές άνοιγμα σε στέγη ή στο άνω μέρος τοίχου, συνήθως καλυμμένο με τζάμι, το οποίο χρησιμεύει για να μπαίνει το φως της ημέρας και ο αέρας
νεοελλ.
1. υαλόφρακτο πλαίσιο στο πάνω μέρος τών παραθύρων
2. (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του καλίου και του σιδήρου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών και αποτελεί την πλουσιότερη σε διοξείδιο του πυριτίου ποικιλία του μοσχοβίτη
μσν.-αρχ.
ο σεληνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + κατάλ. -ίτης].