ἐλαιοστάφυλος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elaiostafylos | |Transliteration C=elaiostafylos | ||
|Beta Code=e)laiosta/fulos | |Beta Code=e)laiosta/fulos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ, | |Definition=[ᾰ], ὁ, [[vine grafted on an olive]], Gp. 9.14 tit. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ bot. [[vid injertada de olivo]] planta libia cuyo fruto era llamado οὐβολίβα <i>Gp</i>.9.14 (tít.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλαιοστάφυλος''': ὁ, ὁ [[καρπὸς]] ἐλαίας ἐγκεκεντρισμένης εἰς ἄμπελον, Γεωπ. 9. 14. | |lstext='''ἐλαιοστάφυλος''': ὁ, ὁ [[καρπὸς]] ἐλαίας ἐγκεκεντρισμένης εἰς ἄμπελον, Γεωπ. 9. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλαιοστάφυλος]], ο (Α)<br />ο [[ελαιόκαρπος]] που παράγεται από βλαστό [[ελιάς]] εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε [[κλήμα]] («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... | |mltxt=[[ἐλαιοστάφυλος]], ο (Α)<br />ο [[ελαιόκαρπος]] που παράγεται από βλαστό [[ελιάς]] εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε [[κλήμα]] («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῖται δὲ ὁ ἐξ αὐτής [[καρπὸς]] [[ἐλαιοστάφυλος]]», Γεωπον.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, vine grafted on an olive, Gp. 9.14 tit.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. vid injertada de olivo planta libia cuyo fruto era llamado οὐβολίβα Gp.9.14 (tít.).
German (Pape)
[Seite 789] ὁ, ein auf einen Oelbaum gepflanzter Weinstock, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοστάφυλος: ὁ, ὁ καρπὸς ἐλαίας ἐγκεκεντρισμένης εἰς ἄμπελον, Γεωπ. 9. 14.
Greek Monolingual
ἐλαιοστάφυλος, ο (Α)
ο ελαιόκαρπος που παράγεται από βλαστό ελιάς εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε κλήμα («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῖται δὲ ὁ ἐξ αὐτής καρπὸς ἐλαιοστάφυλος», Γεωπον.).