ἐπιστατικός: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistatikos | |Transliteration C=epistatikos | ||
|Beta Code=e)pistatiko/s | |Beta Code=e)pistatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιστατική, ἐπιστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of government]] or [[for government]]: ἡ [[ἐπιστατική]] (''[[sc.]]'' [[ἐπιστήμη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 292b, 308e; δυνάμεις ἐπιστατικαὶ τῆς φύσεως Iamb. ''Myst.''2.1.<br><span class="bld">2</span>. concerning an [[ἐπιστάτης]], γραφή Arist.''Ath.''59.2.<br><span class="bld">b</span>. [[ἐπιστατικόν]], τό, [[tax]] levied for the support of an ἐ., ''BGU''337.2 (iii A.D.); ἐ. ἱερέων ''PFay.''42 (a) ii8 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span>. [[careful]], [[attentive]], Syrian. ''in Metaph.''13.6. Adv. [[ἐπιστατικῶς]] = [[carefully]], ib.6.6, S.E.''M.''7.182.<br><span class="bld">4</span>. <b class="b3">ἐπιστατικὸς πρός τι</b> [[giving]] an [[impulse]] towards, Phld.''Mus.''p.84K.<br><span class="bld">5</span>. [[scientific]], [[κατάλημμα]] D.L.7.45.<br><span class="bld">II</span>. [[steady]], [[calm]], Aët.6.8. Adv. [[ἐπιστατικῶς]] = [[steadily]], [[calmly]], ''Glossaria'' on [[ἐπισταδόν]], Sch.A.R.2.84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0983.png Seite 983]] ή, όν, zum Aufseher gehörig, die Aufsicht betreffend, ἡ ἐπιστατική, sc. [[τέχνη]], die Kunst, die Aufsicht zu führen, Plat. Polit. 292 b 308 e u. Sp.; – feststehend, fest, [[κατάλημμα]] D. L. 7, 45. – Adv., Schol. Ap. Rh. 2, 84; wobei verweilend, genau, S. Emp. adv. log. 1, 182. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0983.png Seite 983]] ή, όν, zum Aufseher gehörig, die Aufsicht betreffend, ἡ [[ἐπιστατική]], ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst, die Aufsicht zu führen, Plat. Polit. 292 b 308 e u. Sp.; – [[feststehend]], [[fest]], [[κατάλημμα]] D. L. 7, 45. – Adv., Schol. Ap. Rh. 2, 84; wobei verweilend, genau, S. Emp. adv. log. 1, 182. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιστᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[касающийся управления]], [[связанный с надзором]] ([[τέχνη]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[устойчивый]], [[прочный]] ([[κατάλημμα]] Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιστᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. [[ἐπιστήμη]]), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. [[ἑδραῖος]], [[ἀμετακίνητος]], Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἐπισταδόν]]· ἐπιμελῶς, | |lstext='''ἐπιστᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. [[ἐπιστήμη]]), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. [[ἑδραῖος]], [[ἀμετακίνητος]], Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[ἐπισταδόν]]· ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστατικός]], -ή, -όν) [[επιστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιστατικός]] [[κληρονομικός]] [[χαρακτήρας]]» — τα γονίδια που επικρατούν [[έναντι]] τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να επιστατεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιστατικόν</i><br />η συστατική [[επιστολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[αμετακίνητος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐπιστατική</i><br />η [[τέχνη]] να επιστατεί [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιστατικῶς</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερά]], αμετακίνητα<br /><b>2.</b> προσεκτικά, με [[επιμέλεια]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστατικός]], -ή, -όν) [[επιστάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιστατικός]] [[κληρονομικός]] [[χαρακτήρας]]» — τα γονίδια που επικρατούν [[έναντι]] τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να επιστατεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιστατικόν</i><br />η συστατική [[επιστολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[αμετακίνητος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐπιστατική</i><br />η [[τέχνη]] να επιστατεί [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιστατικῶς</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταθερά]], αμετακίνητα<br /><b>2.</b> προσεκτικά, με [[επιμέλεια]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:34, 31 October 2024
English (LSJ)
ἐπιστατική, ἐπιστατικόν,
A of government or for government: ἡ ἐπιστατική (sc. ἐπιστήμη) Pl.Plt. 292b, 308e; δυνάμεις ἐπιστατικαὶ τῆς φύσεως Iamb. Myst.2.1.
2. concerning an ἐπιστάτης, γραφή Arist.Ath.59.2.
b. ἐπιστατικόν, τό, tax levied for the support of an ἐ., BGU337.2 (iii A.D.); ἐ. ἱερέων PFay.42 (a) ii8 (ii A.D.).
3. careful, attentive, Syrian. in Metaph.13.6. Adv. ἐπιστατικῶς = carefully, ib.6.6, S.E.M.7.182.
4. ἐπιστατικὸς πρός τι giving an impulse towards, Phld.Mus.p.84K.
5. scientific, κατάλημμα D.L.7.45.
II. steady, calm, Aët.6.8. Adv. ἐπιστατικῶς = steadily, calmly, Glossaria on ἐπισταδόν, Sch.A.R.2.84.
German (Pape)
[Seite 983] ή, όν, zum Aufseher gehörig, die Aufsicht betreffend, ἡ ἐπιστατική, sc. τέχνη, die Kunst, die Aufsicht zu führen, Plat. Polit. 292 b 308 e u. Sp.; – feststehend, fest, κατάλημμα D. L. 7, 45. – Adv., Schol. Ap. Rh. 2, 84; wobei verweilend, genau, S. Emp. adv. log. 1, 182.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστᾰτικός:
1 касающийся управления, связанный с надзором (τέχνη Plat.);
2 устойчивый, прочный (κατάλημμα Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς τὸ ἐπιστατεῖν, ἡ ἐπιστατικὴ (ἐξυπακ. ἐπιστήμη), Πλάτ. Πολιτικ. 292Β, 308Ε. ΙΙ. ἑδραῖος, ἀμετακίνητος, Διογ. Λ. 7. 45. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἀμετακινήτως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 84 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐπισταδόν· ἐπιμελῶς, μετὰ προσοχῆς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 182.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιστατικός, -ή, -όν) επιστάτης
νεοελλ.
φρ. «επιστατικός κληρονομικός χαρακτήρας» — τα γονίδια που επικρατούν έναντι τών άλλων και δίνουν στον οργανισμό τις ιδιότητές τους
αρχ.-μσν.
ικανός ή κατάλληλος να επιστατεί
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστατικόν
η συστατική επιστολή
αρχ.
1. στερεός, αμετακίνητος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπιστατική
η τέχνη να επιστατεί κανείς.
επίρρ...
ἐπιστατικῶς
αρχ.
1. σταθερά, αμετακίνητα
2. προσεκτικά, με επιμέλεια.