ἰσόμετρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isometros
|Transliteration C=isometros
|Beta Code=i)so/metros
|Beta Code=i)so/metros
|Definition=ον,= [[ἰσομέτρητος]], <span class="bibl">Ephipp.14.9</span>, <span class="bibl">Palaeph.30</span>; [[λίθοι]], prob. in <span class="title">IG</span>22.463.46; <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> σφηνίσκος Sever. ap. <span class="bibl">Aët.7.92</span>: c. dat., ἰ. τῇ προτέρᾳ δοῦναι προῖκα <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>97.5</span>; [[of equal perimeter]], <b class="b3">περὶ ἰ. σχημάτων</b>, title of work by Zenodorus; [[in the same latitude]], Nech.in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.149: Subst., <b class="b3">ἰσόμετρον, τό</b>, [[life-size statue]], τινος <span class="title">BCH</span> 48.484 (Delos, iv B.C.).</span>
|Definition=ἰσόμετρον, = [[ἰσομέτρητος]], Ephipp.14.9, Palaeph.30; [[λίθοι]], prob. in ''IG''22.463.46; σφηνίσκος Sever. ap. Aët.7.92: c. dat., ἰ. τῇ προτέρᾳ δοῦναι προῖκα Just.''Nov.''97.5; [[of equal perimeter]], <b class="b3">περὶ ἰ. σχημάτων</b>, title of work by Zenodorus; [[in the same latitude]], Nech.in ''Cat.Cod.Astr.''7.149: Subst., [[ἰσόμετρον]], τό, [[life-size statue]], τινος ''BCH'' 48.484 (Delos, iv B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich an Maaß, Ephipp. bei Ath. XI. 509 e u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich an Maaß, Ephipp. bei Ath. XI. 509 e u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσομέτρητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόμετρος''': -ον, = [[ἰσομέτρητος]], Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, 9. - Ἐπίρρ. ἰσομέτρως, ἐν ἴσῳ μέτρῳ, Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 637Α, Διδ. Ἀλ. 307Α, 393D.
|lstext='''ἰσόμετρος''': -ον, = [[ἰσομέτρητος]], Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, 9. - Ἐπίρρ. ἰσομέτρως, ἐν ἴσῳ μέτρῳ, Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 637Α, Διδ. Ἀλ. 307Α, 393D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσομέτρητος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[μέτρο]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[σύμμετρος]], [[συμμετρικός]], αναλογικός<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις<br />(μσν.- αρχ.) [[ισομήκης]], [[ισομεγέθης]] («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — [[τίτλος]] έργου του Ζηνοδώρου<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμετρον</i><br /><b>πάπ.</b> [[άγαλμα]] που έχει φυσικές διαστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομέτρως</i> και <i>ισόμετρα</i> (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)<br />σε ίσο [[μέτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε ίσο βαθμό<br /><b>2.</b> με [[ισότητα]], [[χωρίς]] [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>μετρος</i>, <i>μονό</i>-<i>μετρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[μέτρο]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[σύμμετρος]], [[συμμετρικός]], αναλογικός<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις<br />(μσν.- αρχ.) [[ισομήκης]], [[ισομεγέθης]] («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — [[τίτλος]] έργου του Ζηνοδώρου<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμετρον</i><br /><b>πάπ.</b> [[άγαλμα]] που έχει φυσικές διαστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομέτρως</i> και <i>ισόμετρα</i> (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)<br />σε ίσο [[μέτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε ίσο βαθμό<br /><b>2.</b> με [[ισότητα]], [[χωρίς]] [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[κακόμετρος]], [[μονόμετρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόμετρος Medium diacritics: ἰσόμετρος Low diacritics: ισόμετρος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isómetros Transliteration B: isometros Transliteration C: isometros Beta Code: i)so/metros

English (LSJ)

ἰσόμετρον, = ἰσομέτρητος, Ephipp.14.9, Palaeph.30; λίθοι, prob. in IG22.463.46; σφηνίσκος Sever. ap. Aët.7.92: c. dat., ἰ. τῇ προτέρᾳ δοῦναι προῖκα Just.Nov.97.5; of equal perimeter, περὶ ἰ. σχημάτων, title of work by Zenodorus; in the same latitude, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.149: Subst., ἰσόμετρον, τό, life-size statue, τινος BCH 48.484 (Delos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1265] gleich an Maaß, Ephipp. bei Ath. XI. 509 e u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἰσομέτρητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμετρος: -ον, = ἰσομέτρητος, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, 9. - Ἐπίρρ. ἰσομέτρως, ἐν ἴσῳ μέτρῳ, Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 637Α, Διδ. Ἀλ. 307Α, 393D.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόμετρος, -ον)
1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο
2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός
μσν.
αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις
(μσν.- αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με κάποιον άλλο
2. ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — τίτλος έργου του Ζηνοδώρου
3. αστρον. αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμετρον
πάπ. άγαλμα που έχει φυσικές διαστάσεις.
επίρρ...
ισομέτρως και ισόμετρα (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)
σε ίσο μέτρο
μσν.
συμμετρικά
αρχ.
1. σε ίσο βαθμό
2. με ισότητα, χωρίς υποταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. κακόμετρος, μονόμετρος].