Σατυρικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Satyrikos
|Transliteration C=Satyrikos
|Beta Code=&#42;saturiko/s
|Beta Code=&#42;saturiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[suiting a Satyr]], [[like a Satyr]], Σωκράτης… σ. καὶ ὑβριστὴς φαινόμενος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>7</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>221e</span>; ἐφήμεροι καὶ σ. τοῖς βίοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span> 16</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Per.</span>13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[of]] or [[resembling the Satyric drama]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span> 222d</span>; ποίησις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1449a22</span>; ὄρχησις <span class="bibl">D.H.7.72</span>; δρᾶμα <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>9.6</span>, etc.: abs., <b class="b3">σατυρικόν, τό</b>, [[Satyric drama]], <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.19</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1449a20</span>, <span class="title">IG</span>22.2320.16; also σατυρική <span class="bibl">Tz.<span class="title">Proll.Com.</span>p.21</span> K., cf. Σάτυρος ''ΙΙ''.</span>
|Definition=Σατυρική, Σατυρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[suiting a Satyr]], [[like a Satyr]], Σωκράτης… σ. καὶ ὑβριστὴς φαινόμενος Plu.''Cat.Ma.''7, cf. [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 221e; ἐφήμεροι καὶ σ. τοῖς βίοις Plu.''Galb.'' 16, cf. ''Per.''13.<br><span class="bld">2</span> of or [[resembling the Satyric drama]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 222d; ποίησις Arist.''Po.''1449a22; ὄρχησις D.H.7.72; δρᾶμα Id.''Rh.''9.6, etc.: abs., [[σατυρικόν]], τό, [[Satyric drama]], X.''Smp.''4.19, Arist.''Po.''1449a20, ''IG''22.2320.16; also [[σατυρική]] Tz.''Proll.Com.''p.21 K., cf. [[Σάτυρος]] ''ΙΙ''.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σᾰτῠρικός Medium diacritics: Σατυρικός Low diacritics: Σατυρικός Capitals: ΣΑΤΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Satyrikós Transliteration B: Satyrikos Transliteration C: Satyrikos Beta Code: *saturiko/s

English (LSJ)

Σατυρική, Σατυρικόν,
A suiting a Satyr, like a Satyr, Σωκράτης… σ. καὶ ὑβριστὴς φαινόμενος Plu.Cat.Ma.7, cf. Pl.Smp. 221e; ἐφήμεροι καὶ σ. τοῖς βίοις Plu.Galb. 16, cf. Per.13.
2 of or resembling the Satyric drama, Pl.Smp. 222d; ποίησις Arist.Po.1449a22; ὄρχησις D.H.7.72; δρᾶμα Id.Rh.9.6, etc.: abs., σατυρικόν, τό, Satyric drama, X.Smp.4.19, Arist.Po.1449a20, IG22.2320.16; also σατυρική Tz.Proll.Com.p.21 K., cf. Σάτυρος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 864] 1) satyrhaft, einem Satyr eigen, für ihn sich schickend; ἄνθρωποι σατυρικοὶ τοῖς βίοις, Plut. Galb. 16; καὶ ὑβριστής, Cat. mai. 7. – 2) zum Satyrspiel gehörig, Plut. Pericl. 5; τὸ σ. δρᾶμα, D. Hal. rhet. 3, 6 E.

Greek (Liddell-Scott)

Σᾰτῠρικός: -ή, -όν, (Σάτυρος) ὁ εἰς Σάτυρον ἁρμόζων, ὅμοιος Σατύρῳ, Σωκράτης ... σ. καὶ ὑβριστὴς φαινόμενος Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 7, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 221Ε· ἐφήμεροι καὶ Σατυρικοὶ τοῖς βίοις Πλουτ. Γάλβ. 16, πρβλ. Περικλ. 13. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ σατυρικὸν δρᾶμαὅμοιος πρὸς αὐτό, Πλάτ. Συμπ. 222D· ποίησις Ἀριστ. Ποιητ. 4, 17· ὄρχησις Διον. Ἁλ. 7. 72· δρᾶμα ὁ αὐτ. ἐν Τέχν. Ρητ. 3. 6, κτλ.· ἀπολ., σατυρικόν, τό, σατυρικὸν δρᾶμα, Ξεν. Συμπ. 4, 19, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως, σατυρικὴ Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 7· ἴδε ἐν λέξ. Σάτυρος ΙΙ, καὶ πρβλ. Σειληνικός.

Greek Monotonic

Σᾰτῠρικός: -ή, -όν (Σάτυρος),
1. αυτός που μοιάζει με Σάτυρο, σε Πλούτ.
2. αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε Σατυρικό δράμα, σε Πλάτ., Αριστ.· σατυρικόν, τό, Σατυρικό δράμα, είδος της δραματικής ποίησης, σε Ξεν.

Middle Liddell

Σᾰτῠρικός, ή, όν Σάτυρος
1. like a Satyr, Plut.
2. of or resembling the Satyric drama, Plat., Arist.:— σατυρικόν, οῦ, a Satyric drama, Xen.