άγγιχτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άψαυστος]]<br /><b>2.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν τέθηκε [[ακόμη]] σε [[χρήση]], [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, [[εύθικτος]], [[ευέξαπτος]]<br />β) (για κοπέλες) αγνή, [[παρθένα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ’<i>γγίζω</i> ή <span style="color: red;"><</span> [[αγγίζω]], όπου η [[σημασία]] της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό <i>α</i>- και τον αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ανέγγιχτος, [[άψαυστος]]<br /><b>2.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν τέθηκε [[ακόμη]] σε [[χρήση]], [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, [[εύθικτος]], [[ευέξαπτος]]<br />β) (για κοπέλες) αγνή, [[παρθένα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> ’<i>γγίζω</i> ή <span style="color: red;"><</span> [[αγγίζω]], όπου η [[σημασία]] της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό <i>α</i>- και τον αναβιβασμό του τόνου].
}}
{{trml
|trtx====[[unwounded]]===
Greek: [[άγγιχτος]], [[ανέγγιχτος]], [[αλάβωτος]]; Ancient Greek: [[ἀκέντητος]], [[ἀνούτατος]], [[ἀνούτητος]], [[ἄουτος]], [[ἄπληκτος]], [[ἄτμητος]], [[ἀτραυμάτιστος]], [[ἄτρωτος]]; Manx: slane, gyn lhott, neulhottit
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 9 April 2023

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ανέγγιχτος, άψαυστος
2. ακέραιος
3. αυτός που δεν τέθηκε ακόμη σε χρήση, αχρησιμοποίητος
4. μτφ. α) αυτός που δεν δέχεται προσβολές, εύθικτος, ευέξαπτος
β) (για κοπέλες) αγνή, παρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. +γγίζω ή < αγγίζω, όπου η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από το αρκτικό α- και τον αναβιβασμό του τόνου].

Translations