διακίνημα: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "διαναγκασμός, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία...) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakinima | |Transliteration C=diakinima | ||
|Beta Code=diaki/nhma | |Beta Code=diaki/nhma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[displacement of a bone]], [[partial dislocation]], Hp.''Fract.''37 (pl.), Gal.19.461, Id. ap. Orib. 47.5.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación parcial]] τῶν ὀστέων Hp.<i>Fract</i>.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακίνημα''': τό, ἐκτόπισις, ἐκτροπὴ ὀστοῦ τινος, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 775· - οὕτω, διακίνησις, εως, ἡ, Γαλην. 12. σ. 456. | |lstext='''διακίνημα''': τό, ἐκτόπισις, ἐκτροπὴ ὀστοῦ τινος, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 775· - οὕτω, διακίνησις, εως, ἡ, Γαλην. 12. σ. 456. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διακίνημα -ατος, τό [διακινέω] [[dislocatie]] (van botten). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dislocation]]=== | |||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 14 February 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, displacement of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.37 (pl.), Gal.19.461, Id. ap. Orib. 47.5.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. dislocación, luxación parcial τῶν ὀστέων Hp.Fract.37, cf. Gal.19.461, ἡ τῶν κατ' ἀγκῶνα διακινημάτων θεραπεία ῥᾴστη Gal. en Orib.47.5.1.
German (Pape)
[Seite 582] τό, ein leichtes Ausweichen der Knochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διακίνημα: τό, ἐκτόπισις, ἐκτροπὴ ὀστοῦ τινος, μερικὴ ἐξάρθρωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 775· - οὕτω, διακίνησις, εως, ἡ, Γαλην. 12. σ. 456.
Greek Monolingual
διακίνημα, το (Α)
μετατόπιση οστού, εξάρθρωση.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακίνημα -ατος, τό [διακινέω] dislocatie (van botten).
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang