μονάζω: Difference between revisions
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monazo | |Transliteration C=monazo | ||
|Beta Code=mona/zw | |Beta Code=mona/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> to [[be alone]], AP5.65 (Rufin.); [[live in solitude]], στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματι [[LXX]] ''Ps.''101(102).7, cf. Iamb.''VP''3.14; <b class="b3">μ. ἐν ταῖς ἐρημίαις</b> ib.35.253.<br><span class="bld">2</span> Gramm., of words, to [[be a solitary instance]], Hdn.Gr.2.913.<br><span class="bld">b</span> [[have a special force]], A.D.''Synt.''191.2.<br><span class="bld">c</span> to [[be used alone]], <b class="b3">μ. ἐκτὸς συνδέσμου</b> ib.265.19.<br><span class="bld">3</span> trans., [[individualize]], Eust.349.35:—Pass., to [[be made one]], τῇ συμφυΐᾳ Id.1321.28.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα</b> unity [[multiplied into]] itself, Iamb.''in Nic.''p.60 P. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονάζω:''' [[быть одиноким]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μονάζω]]) [[μόνος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[απομένω]] [[μόνος]]<br /><b>2.</b> [[διάγω]] μοναστικό βίο, [[είμαι]] [[μοναχός]], [[ασκητεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ὁ μονάζων</i>, <i>ἡ μονάζουσα</i><br />α) [[μοναχός]], [[καλόγηρος]]<br />β) [[μοναχή]], καλόγρια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ζω μοναχικό βίο ή ζω στην [[ερημιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) α) [[απαντώ]], [[υπάρχω]] μια [[φορά]] σε ένα μόνο [[χωρίο]]<br />β) [[είμαι]] [[απλός]]<br />γ) έχω ειδική [[δύναμη]]<br />δ) προορίζομαι για να χρησιμοποιούμαι [[μόνος]]<br />2) [[εξατομικεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[πολλαπλασιάζω]] με τη [[μονάδα]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>μονάζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[ένας]]. | |mltxt=(ΑΜ [[μονάζω]]) [[μόνος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[απομένω]] [[μόνος]]<br /><b>2.</b> [[διάγω]] μοναστικό βίο, [[είμαι]] [[μοναχός]], [[ασκητεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ὁ μονάζων</i>, <i>ἡ μονάζουσα</i><br />α) [[μοναχός]], [[καλόγηρος]]<br />β) [[μοναχή]], καλόγρια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ζω μοναχικό βίο ή ζω στην [[ερημιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) α) [[απαντώ]], [[υπάρχω]] μια [[φορά]] σε ένα μόνο [[χωρίο]]<br />β) [[είμαι]] [[απλός]]<br />γ) έχω ειδική [[δύναμη]]<br />δ) προορίζομαι για να χρησιμοποιούμαι [[μόνος]]<br />2) [[εξατομικεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[πολλαπλασιάζω]] με τη [[μονάδα]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>μονάζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[ένας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
A to be alone, AP5.65 (Rufin.); live in solitude, στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματι LXX Ps.101(102).7, cf. Iamb.VP3.14; μ. ἐν ταῖς ἐρημίαις ib.35.253.
2 Gramm., of words, to be a solitary instance, Hdn.Gr.2.913.
b have a special force, A.D.Synt.191.2.
c to be used alone, μ. ἐκτὸς συνδέσμου ib.265.19.
3 trans., individualize, Eust.349.35:—Pass., to be made one, τῇ συμφυΐᾳ Id.1321.28.
II ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα unity multiplied into itself, Iamb.in Nic.p.60 P.
German (Pape)
[Seite 201] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a.
Russian (Dvoretsky)
μονάζω: быть одиноким Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μονάζω: (μόνος) εἶμαι μόνος, εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ἀνθ. Π. 5. 66· ζῶ βίον μονήρη, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3· οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημῖται, Συλλ. Ἐπιγρ. 8607. 2) ἐπὶ λέξεων, ἀπαντῶ εἰς ἓν μόνον χωρίον, Ἡρῳδιαν. π. μον, λέξ. 8. 20. 3) μεταβ., περιορίζω, Εὐστ. 349. 35. ― Παθ., γίνομαι εἷς, ὁ αὐτ. 1321. 28. ΙΙ. ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, πολλαπλασιασθεῖσα ἐφ’ ἑαυτήν, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 85.
Greek Monolingual
(ΑΜ μονάζω) μόνος
1. είμαι ή απομένω μόνος
2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύω
μσν.
(η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσα
α) μοναχός, καλόγηρος
β) μοναχή, καλόγρια
μσν.-αρχ.
ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιά
αρχ.
1. γραμμ. (για λέξεις) α) απαντώ, υπάρχω μια φορά σε ένα μόνο χωρίο
β) είμαι απλός
γ) έχω ειδική δύναμη
δ) προορίζομαι για να χρησιμοποιούμαι μόνος
2) εξατομικεύω, περιορίζω
3. πολλαπλασιάζω με τη μονάδα
4. (το παθ.) μονάζομαι
γίνομαι ένας.