μύειος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myeios
|Transliteration C=myeios
|Beta Code=mu/eios
|Beta Code=mu/eios
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ον,</b> (μῦς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">of, belonging to mice, An.Ox</b>.<span class="bibl">2.286</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ον, ([[μῦς]]) of, [[belonging to mice]], [[An.Ox]].2.286.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>τύμβ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[μύειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i><br />([[πρβλ]]. [[τύμβειος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύειος Medium diacritics: μύειος Low diacritics: μύειος Capitals: ΜΥΕΙΟΣ
Transliteration A: mýeios Transliteration B: myeios Transliteration C: myeios Beta Code: mu/eios

English (LSJ)

[ῠ], ον, (μῦς) of, belonging to mice, An.Ox.2.286.

German (Pape)

[Seite 213] von Mäusen (?).

Greek (Liddell-Scott)

μύειος: -ον, (μῦς) ὁ ἀνῆκων εἰς τοὺς μῦς, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 286.

Greek Monolingual

μύειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κατάλ. -ειος
(πρβλ. τύμβειος)].