πανδάλητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pandalitos
|Transliteration C=pandalitos
|Beta Code=panda/lhtos
|Beta Code=panda/lhtos
|Definition=[prob. <b class="b3">ᾰ], ον,</b> (δηλέομαι, δάλλει) <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἐπίτριπτος]], <span class="bibl">Hippon.2</span> (vv.Il. <b class="b3">πανδάληκτος, πανδαύληκτος</b>, whence Bgk. proposes πανδαύχνητος, = [[πανδάφνωτος]], <b class="b2">all laurel-crowned</b>).</span>
|Definition=[prob. <b class="b3">ᾰ], ον,</b> ([[δηλέομαι]], [[δάλλει]]) = [[ἐπίτριπτος]], Hippon.2 (vv.Il. [[πανδάληκτος]], [[πανδαύληκτος]], whence Bgk. proposes πανδαύχνητος, = [[πανδάφνωτος]], [[all laurel-crowned]]).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδάλητος Medium diacritics: πανδάλητος Low diacritics: πανδάλητος Capitals: ΠΑΝΔΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pandálētos Transliteration B: pandalētos Transliteration C: pandalitos Beta Code: panda/lhtos

English (LSJ)

[prob. ᾰ], ον, (δηλέομαι, δάλλει) = ἐπίτριπτος, Hippon.2 (vv.Il. πανδάληκτος, πανδαύληκτος, whence Bgk. proposes πανδαύχνητος, = πανδάφνωτος, all laurel-crowned).

German (Pape)

[Seite 457] dor. = πανδήλητος, Hipponax bei Tzetz. zu Lycophr. 425.

Greek (Liddell-Scott)

πανδάλητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ πανδήλητος, ὁ τὰ πάντα καταστρέφων, Ἱππῶναξ 18, ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσι πανδάληκτος, πανδαύλητος, καὶ ἐντεῦθεν ὁ Bgk. προτείνει τὴν γραφήν: πανδαύχνητος = πανδάφνωτος, ὅλως ἐστεμμένος διὰ δάφνης.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. επίτριπτος, αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τα πάντα, βλαπτικότατος
2. (με παθ. σημ.) ο εντελώς κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δάλητος (< δηλοῦμαι / -έομαι «βλάπτω, επιφέρω βλάβη»), με βραχύ -α- για μετρικούς λόγους].