πλάτυσμα: Difference between revisions
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platysma | |Transliteration C=platysma | ||
|Beta Code=pla/tusma | |Beta Code=pla/tusma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[flat object]], e.g. [[tile]], Herod.3.46; [[slab]], κηροῦ Dsc.''Eup.''1.171; metal [[plate]], Hero ''Dioptr.''5; χαλκοῦν Gal.12.831; [[plaster]], Heliod. ap. Orib.46.29.3, Orib.''Syn.''2.59; [[flat cake]], Gal.4.526; <b class="b3">π. μυῶδες</b>, a muscle discovered by Galen, 18(2).930; τὰ π. τῶν κωπῶν [[blades]], Eust.1625.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πλάτυσμα]] και [[πλάτυμμα]], ΝΜΑ<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλατύνω]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] πεπλατυσμένο [[αντικείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[έλασμα]] τών φύλλων τών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μυώδες [[πλάτυσμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λεπτός]] [[πλατύς]] [[τετράπλευρος]] [[μιμικός]] μυς του τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως [[μεταξύ]] δελτοειδούς και υποκλειδίου χώρας και [[κάτω]] γνάθου<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὰ πλατύσματα τῶν κωπῶν» — οι πλάτες τῶν κουπιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλάκα]] («[[πλάτυσμα]] | |mltxt=το / [[πλάτυσμα]] και [[πλάτυμμα]], ΝΜΑ<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλατύνω]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] πεπλατυσμένο [[αντικείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[έλασμα]] τών φύλλων τών [[φυτών]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μυώδες [[πλάτυσμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[λεπτός]] [[πλατύς]] [[τετράπλευρος]] [[μιμικός]] μυς του τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως [[μεταξύ]] δελτοειδούς και υποκλειδίου χώρας και [[κάτω]] γνάθου<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὰ πλατύσματα τῶν κωπῶν» — οι πλάτες τῶν κουπιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλάκα]] («[[πλάτυσμα]] κηροῦ», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> μεταλλική [[πλάκα]], [[έλασμα]]<br /><b>3.</b> [[έμπλαστρο]]<br /><b>4.</b> πλατύ [[γλύκισμα]]<br /><b>5.</b> πεπλατυσμένος μυς που ανακαλύφθηκε από τον Γαληνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλατύνω]]. Ο τ. [[πλάτυμμα]] [[είναι]] μτγν.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, flat object, e.g. tile, Herod.3.46; slab, κηροῦ Dsc.Eup.1.171; metal plate, Hero Dioptr.5; χαλκοῦν Gal.12.831; plaster, Heliod. ap. Orib.46.29.3, Orib.Syn.2.59; flat cake, Gal.4.526; π. μυῶδες, a muscle discovered by Galen, 18(2).930; τὰ π. τῶν κωπῶν blades, Eust.1625.17.
German (Pape)
[Seite 627] τό, jeder ausgebreitete Körper, Platte, σιδήρου, Eisenplatte, breites Stück Zeug u. dgl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλάτυσμα: τό, (πλατύνω) πᾶν πεπλατυσμένον πρᾶγμα, μεταλλίνη πλάξ, κοινῶς «λάμα», σιδήρου Ἀέτ.· χαλκοῦν Γαλην.· πλατὺ πλακούντιον, ὁ αὐτ.· τὰ π. τῶν κωπῶν Εὐστ. 1625. 17.
Greek Monolingual
το / πλάτυσμα και πλάτυμμα, ΝΜΑ
το αποτέλεσμα του πλατύνω
2. κάθε πεπλατυσμένο αντικείμενο
νεοελλ.
1. βοτ. το έλασμα τών φύλλων τών φυτών
2. φρ. «μυώδες πλάτυσμα»
ανατ. λεπτός πλατύς τετράπλευρος μιμικός μυς του τραχήλου, που εκτείνεται υποδορίως μεταξύ δελτοειδούς και υποκλειδίου χώρας και κάτω γνάθου
μσν.
φρ. «τὰ πλατύσματα τῶν κωπῶν» — οι πλάτες τῶν κουπιών
αρχ.
1. πλάκα («πλάτυσμα κηροῦ», Διοσκ.)
2. μεταλλική πλάκα, έλασμα
3. έμπλαστρο
4. πλατύ γλύκισμα
5. πεπλατυσμένος μυς που ανακαλύφθηκε από τον Γαληνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύνω. Ο τ. πλάτυμμα είναι μτγν.].