σκιραφεῖον: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=σκῐρᾰφεῖον
|Full diacritics=σκῑρᾰφεῖον
|Medium diacritics=σκιραφεῖον
|Medium diacritics=σκιραφεῖον
|Low diacritics=σκιραφείον
|Low diacritics=σκιραφείον
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skirafeion
|Transliteration C=skirafeion
|Beta Code=skirafei=on
|Beta Code=skirafei=on
|Definition=(in codd. sts. [[σκιράφιον]]), τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gambling house]], [[gambling]]-[[house]], <span class="bibl">Isoc.7.48</span>, <span class="bibl">15.287</span>, <span class="bibl">Theopomp.Hist.221</span>.</span>
|Definition=(in codd. sometimes [[σκιράφιον]]), τό, [[gambling house]], Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die [[κυβευτήριον]] erkl., Poll. 9, 96.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] τό, auch [[σκειραφεῖον]], Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die [[κυβευτήριον]] erkl., Poll. 9, 96.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[lieu où on joue aux dés]], [[maison de jeu]].<br />'''Étymologie:''' [[σκίραφος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] [[plaats waar je kunt dobbelen]]: [[speelhol]], [[speelhuis]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό [[игорный дом]] Isocr., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῑρᾰφεῖον''': (ἐν Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] σκιράφιον), τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] παίζουσι τοὺς κύβους, [[κυβευτήριον]], Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, [[κυβεία]], Γλωσσ.
|lstext='''σκῑρᾰφεῖον''': (ἐν Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] σκιράφιον), τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] παίζουσι τοὺς κύβους, [[κυβευτήριον]], Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, [[κυβεία]], Γλωσσ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu où on joue aux dés, maison de jeu.<br />'''Étymologie:''' [[σκίραφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκιράφιον]], τὸ, Α [[σκίραφος]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το [[κυβευτήριον]] («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).
|mltxt=και [[σκιράφιον]], τὸ, Α [[σκίραφος]]<br />[[τόπος]] όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το [[κυβευτήριον]] («οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό, το [[μέρος]] όπου παίζονται [[τυχερά]] παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό, το [[μέρος]] όπου παίζονται [[τυχερά]] παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῑρᾰφεῖον:''' τό игорный дом Isocr., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,<br />a [[gambling]]-[[house]], Isocr. [from σκί¯ρᾰφος]
|mdlsjtxt=σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,<br />a [[gambling]]-[[house]], Isocr. (from [[σκίραφος]])
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρᾰφεῖον Medium diacritics: σκιραφεῖον Low diacritics: σκιραφείον Capitals: ΣΚΙΡΑΦΕΙΟΝ
Transliteration A: skirapheîon Transliteration B: skirapheion Transliteration C: skirafeion Beta Code: skirafei=on

English (LSJ)

(in codd. sometimes σκιράφιον), τό, gambling house, Isoc.7.48, 15.287, Theopomp.Hist.221.

German (Pape)

[Seite 899] τό, auch σκειραφεῖον, Ort, wo man zum Würfelspielen zusammenkommt; οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον, Isocr. 7, 48; VLL., die κυβευτήριον erkl., Poll. 9, 96.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où on joue aux dés, maison de jeu.
Étymologie: σκίραφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιραφεῖον -ου, τό [σκίραφος: dobbelbeker] plaats waar je kunt dobbelen: speelhol, speelhuis.

Russian (Dvoretsky)

σκῑρᾰφεῖον: τό игорный дом Isocr., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σκῑρᾰφεῖον: (ἐν Ἀντιγράφ. ἐνίοτε σκιράφιον), τό, τόπος ἔνθα παίζουσι τοὺς κύβους, κυβευτήριον, Ἰσοκρ. 149C, π. Ἀντιδ. § 306, πρβλ. Ἄμφιδα ἐν «Κυβευταῖς» 1, Θεοπόμπ. Ἱστ. 254. ― Ἐντεῦθεν, σκῑραφεία, ἡ, τὸ κυβεύειν, ἡ, κυβεία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

και σκιράφιον, τὸ, Α σκίραφος
τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον («οὐκ ἐν τοῖς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

σκῑρᾰφεῖον: τό, το μέρος όπου παίζονται τυχερά παιχνίδια ή ζάρια, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

σκῑρᾰφεῖον, ου, τό,
a gambling-house, Isocr. (from σκίραφος)