συνεπισκοπέω: Difference between revisions
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synepiskopeo | |Transliteration C=synepiskopeo | ||
|Beta Code=sunepiskope/w | |Beta Code=sunepiskope/w | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. -σκέψομαι [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''422c: aor. -εσκεψάμην (v. infr.): non-Att. pres. [[συνεπισκέπτομαι]], Gal.6.827, 10.215, Ptol.''Phas. Prooem.''8, Alex.Aphr. ''in Sens.''5.16: pres. Med. and Pass. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[συνεπισκοπῶ]] :<br />examiner avec : τί τινι qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπισκοπέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit, [[zugleich]], [[zusammen]] [[beschauen]], [[untersuchen]]</i>, praes. zu [[συνεπισκέπτομαι]], Xen. <i>Mem</i>. 4.7.8 und Sp., wie Luc. <i>Icarom</i>. 11. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπισκοπέω:''' Xen., Plut. = [[συνεπισκέπτομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπισκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι, ἐπισκοπῶ, [[ἐξετάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τί τινι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Β· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κρατύλ. 422C· ([[ἀλλά]], σ. τινί τι, παραβάλλειν τι [[πρός]] τι, Γαλην.) τι ἔκ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 6, 1· τι Στράβ. 349, κτλ.· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ᾗ... Πλάτ. Ἀπολ. 27Α. ― Ὁ μὴ Ἀττικ. ἐνεστ. [[συνεπισκέπτομαι]] παρὰ Γαληνῷ τ. 2, σ. 201, Παλ. Διαθ. καὶ μεταγενεστέροις. | |lstext='''συνεπισκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι, ἐπισκοπῶ, [[ἐξετάζω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τί τινι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Β· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κρατύλ. 422C· ([[ἀλλά]], σ. τινί τι, παραβάλλειν τι [[πρός]] τι, Γαλην.) τι ἔκ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 6, 1· τι Στράβ. 349, κτλ.· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ᾗ... Πλάτ. Ἀπολ. 27Α. ― Ὁ μὴ Ἀττικ. ἐνεστ. [[συνεπισκέπτομαι]] παρὰ Γαληνῷ τ. 2, σ. 201, Παλ. Διαθ. καὶ μεταγενεστέροις. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπισκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, [[εξετάζω]], [[επιθεωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τίτινι</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''συνεπισκοπέω:''' μέλ. <i>-σκέψομαι</i>, [[εξετάζω]], [[επιθεωρώ]] [[κάτι]] από κοινού με κάποιον, <i>τίτινι</i>, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. -σκέψομαι<br />to [[examine]] [[together]] with, τί τινι Xen. | |mdlsjtxt=fut. -σκέψομαι<br />to [[examine]] [[together]] with, τί τινι Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 16 March 2024
English (LSJ)
fut. -σκέψομαι Pl.Cra.422c: aor. -εσκεψάμην (v. infr.): non-Att. pres. συνεπισκέπτομαι, Gal.6.827, 10.215, Ptol.Phas. Prooem.8, Alex.Aphr. in Sens.5.16: pres. Med. and Pass.
French (Bailly abrégé)
συνεπισκοπῶ :
examiner avec : τί τινι qch avec qqn.
Étymologie: σύν, ἐπισκοπέω.
German (Pape)
mit, zugleich, zusammen beschauen, untersuchen, praes. zu συνεπισκέπτομαι, Xen. Mem. 4.7.8 und Sp., wie Luc. Icarom. 11.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισκοπέω: Xen., Plut. = συνεπισκέπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, ἐπισκοπῶ, ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 8, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Β· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κρατύλ. 422C· (ἀλλά, σ. τινί τι, παραβάλλειν τι πρός τι, Γαλην.) τι ἔκ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 6, 1· τι Στράβ. 349, κτλ.· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ᾗ... Πλάτ. Ἀπολ. 27Α. ― Ὁ μὴ Ἀττικ. ἐνεστ. συνεπισκέπτομαι παρὰ Γαληνῷ τ. 2, σ. 201, Παλ. Διαθ. καὶ μεταγενεστέροις.
Greek Monotonic
συνεπισκοπέω: μέλ. -σκέψομαι, εξετάζω, επιθεωρώ κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Ξεν.