ἀμύντης: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amyntis
|Transliteration C=amyntis
|Beta Code=a)mu/nths
|Beta Code=a)mu/nths
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[defender]], <span class="bibl">Phot. p.96</span> R., cf. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.78</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[defender]], Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμύντης]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], ο [[υπερασπιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηραμύντης]] «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», [[επίθετο]] που αποδόθηκε στον Ηρακλή].
|mltxt=[[ἀμύντης]], ο (ΑΜ)<br />αυτός που βοηθάει κάποιον σε [[κάτι]], ο [[υπερασπιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηραμύντης]] «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», [[επίθετο]] που αποδόθηκε στον Ηρακλή].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύντης Medium diacritics: ἀμύντης Low diacritics: αμύντης Capitals: ΑΜΥΝΤΗΣ
Transliteration A: amýntēs Transliteration B: amyntēs Transliteration C: amyntis Beta Code: a)mu/nths

English (LSJ)

ὁ, defender, Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78.

Greek Monolingual

ἀμύντης, ο (ΑΜ)
αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή].