ἀρθρωδία: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arthrodia | |Transliteration C=arthrodia | ||
|Beta Code=a)rqrwdi/a | |Beta Code=a)rqrwdi/a | ||
|Definition=ἡ, a particular kind of | |Definition=ἡ, a particular kind of [[articulation]], where the surfaces are only slightly concave and convex, ib.736. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[articulación]] tipo de [[διάρθρωσις]] al igual que [[ἐνάρθρωσις]] y [[γίγγλυμος]] Gal.2.735, e.e. aquélla con superficies ligeramente cóncavas y convexas, Gal.2.736. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρθρωδία''': ἡ, ἰδιαίτερον [[εἶδος]] ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι [[εἶναι]] μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736. | |lstext='''ἀρθρωδία''': ἡ, ἰδιαίτερον [[εἶδος]] ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι [[εἶναι]] μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀρθρωδία]]) [[αρθρώδης]]<br />[[άρθρωση]] η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης [[προς]] όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική [[άρθρωση]]). | |mltxt=η (Α [[ἀρθρωδία]]) [[αρθρώδης]]<br />[[άρθρωση]] η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης [[προς]] όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική [[άρθρωση]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, a particular kind of articulation, where the surfaces are only slightly concave and convex, ib.736.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
articulación tipo de διάρθρωσις al igual que ἐνάρθρωσις y γίγγλυμος Gal.2.735, e.e. aquélla con superficies ligeramente cóncavas y convexas, Gal.2.736.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρωδία: ἡ, ἰδιαίτερον εἶδος ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι εἶναι μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736.
Greek Monolingual
η (Α ἀρθρωδία) αρθρώδης
άρθρωση η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης προς όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική άρθρωση).