ἔκπυστος: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpystos
|Transliteration C=ekpystos
|Beta Code=e)/kpustos
|Beta Code=e)/kpustos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[heard of]], [[discovered]], πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι <span class="bibl">Th.3.30</span>, cf. <span class="bibl">4.70</span>,<span class="bibl">8.42</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.1.7</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>3</span>, etc.; ἔ. τι ποιεῖν <span class="bibl">Hdn.2.7.7</span>, cf. <span class="bibl">3.12.6</span>.</span>
|Definition=ἔκπυστον, [[heard of]], [[discovered]], πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.''AJ''19.1.7, Plu.''Cam.''3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gener. en constr. pred.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[descubierto]] πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.<i>AI</i> 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[conocido]], [[desvelado]], [[sacado a la luz]] τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.<i>Ep</i>.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.<i>AI</i> 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.<i>Cam</i>.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.<i>Num</i>.22, cf. <i>Caes</i>.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49<br /><b class="num">•</b>[[divulgado]], [[hecho público]], [[dado a conocer]] τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0777.png Seite 777]] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0777.png Seite 777]] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui est porté à la connaissance de]], [[connu]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπυνθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπυστος:''' [[узнанный]], [[дошедший до сведения]], [[известный]]: πρὶν [[ἔκπυστος]] [[γενέσθαι]] Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου [[τούτου]] γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκπυστος''': -ον, [[γνωστός]], [[κυρίως]] ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ [[πλεῖν]] ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.
|lstext='''ἔκπυστος''': -ον, [[γνωστός]], [[κυρίως]] ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ [[πλεῖν]] ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est porté à la connaissance de, connu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπυνθάνομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />gener. en constr. pred.<br /><b class="num">1</b> de pers. [[descubierto]] πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.<i>AI</i> 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[conocido]], [[desvelado]], [[sacado a la luz]] τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.<i>Ep</i>.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.<i>AI</i> 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.<i>Cam</i>.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.<i>Num</i>.22, cf. <i>Caes</i>.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49<br /><b class="num">•</b>[[divulgado]], [[hecho público]], [[dado a conocer]] τοὺς ἔκπυστα [[αὐτοῦ]] τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκπυστος:''' -ον ([[ἐκπυνθάνομαι]]), [[γνωστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἔκπυστος:''' -ον ([[ἐκπυνθάνομαι]]), [[γνωστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπυστος:''' узнанный, дошедший до сведения, известный: πρὶν [[ἔκπυστος]] [[γενέσθαι]] Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου [[τούτου]] γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔκπυστος]], ον [[ἐκπυνθάνομαι]]<br />discovered, Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἔκπυστος]], ον [[ἐκπυνθάνομαι]]<br />discovered, Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

English (LSJ)

ἔκπυστον, heard of, discovered, πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.AJ19.1.7, Plu.Cam.3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.

Spanish (DGE)

-ον
gener. en constr. pred.
1 de pers. descubierto πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.AI 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.
2 de cosas conocido, desvelado, sacado a la luz τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.Ep.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.AI 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.Cam.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.Num.22, cf. Caes.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49
divulgado, hecho público, dado a conocer τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 777] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est porté à la connaissance de, connu.
Étymologie: ἐκπυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπυστος: узнанный, дошедший до сведения, известный: πρὶν ἔκπυστος γενέσθαι Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου τούτου γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπυστος: -ον, γνωστός, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἔκπυστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε αντιληπτός ή γνωστός.

Greek Monotonic

ἔκπυστος: -ον (ἐκπυνθάνομαι), γνωστός, ξακουστός, περίφημος, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἔκπυστος, ον ἐκπυνθάνομαι
discovered, Thuc.