ὀρθόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthodoksos
|Transliteration C=orthodoksos
|Beta Code=o)rqo/docos
|Beta Code=o)rqo/docos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[orthodox]] in religion, <span class="title">Cod.Just.</span>1.5.21, al., <span class="title">MAMA</span>1.290 (Phrygia).</span>
|Definition=ὀρθόδοξον, [[orthodox]] in religion, [[person adhering to the orthodox faith]], [[right in opinion]], [[of right opinion]], [[of right belief]], [[of just faith]], ''Cod.Just.''1.5.21, al., ''MAMA''1.290 (Phrygia).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀρθόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθή θρησκευτική [[πίστη]], αυτός που ακολουθεί το [[ορθό]] θρησκευτικό [[δόγμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ορθή [[δοξασία]], ορθή [[γνώμη]], που ορθοφρονεί<br /><b>3.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) ο [[χριστιανός]] που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («[[είναι]] [[ορθόδοξος]] [[κομμουνιστής]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες<br />β) «ορθόδοξο(ν) [[δόγμα]]» — το [[δόγμα]] που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθοδόξως</i> και <i>ορθόδοξα</i> (Α [[ὀρθοδόξως]])<br />με ορθόδοξο τρόπο. '<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δοξος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀρθόδοξος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθή θρησκευτική [[πίστη]], αυτός που ακολουθεί το [[ορθό]] θρησκευτικό [[δόγμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ορθή [[δοξασία]], ορθή [[γνώμη]], που ορθοφρονεί<br /><b>3.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) ο [[χριστιανός]] που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («[[είναι]] [[ορθόδοξος]] [[κομμουνιστής]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες<br />β) «ορθόδοξο(ν) [[δόγμα]]» — το [[δόγμα]] που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθοδόξως</i> και <i>ορθόδοξα</i> (Α [[ὀρθοδόξως]])<br />με ορθόδοξο τρόπο. '<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»), [[πρβλ]]. [[πολύδοξος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόδοξος Medium diacritics: ὀρθόδοξος Low diacritics: ορθόδοξος Capitals: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: orthódoxos Transliteration B: orthodoxos Transliteration C: orthodoksos Beta Code: o)rqo/docos

English (LSJ)

ὀρθόδοξον, orthodox in religion, person adhering to the orthodox faith, right in opinion, of right opinion, of right belief, of just faith, Cod.Just.1.5.21, al., MAMA1.290 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 374] recht meinend, die richtige Meinung habend, Sp., bes. K. S., rechtgläubig.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα
2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί
3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («είναι ορθόδοξος κομμουνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες
β) «ορθόδοξο(ν) δόγμα» — το δόγμα που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία.
επίρρ...
ορθοδόξως και ορθόδοξαὀρθοδόξως)
με ορθόδοξο τρόπο. '
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. πολύδοξος].

Greek Monotonic

ὀρθόδοξος: -ον (δόξα), σωστός στη γνώμη του.

Middle Liddell

ὀρθό-δοξος, ον, δόξα
right in opinion.