ἰσήρετμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον</b>" to "ῐ], ον")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isiretmos
|Transliteration C=isiretmos
|Beta Code=i)sh/retmos
|Beta Code=i)sh/retmos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with as many oars as]], τινι <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>242</span> (lyr.).</span>
|Definition=[ῐ], ον, [[with as many oars as]], τινι E.''IA''242 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] gleich an Rudern, [[νῆες]], Eur. I. A. 242.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1263.png Seite 1263]] gleich an Rudern, [[νῆες]], Eur. I. A. 242.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[garni d'autant de rames]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[ἐρετμόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσήρετμος:''' [[равный по числу]] (т. е. с одинаковым числом) весел ([[νῆες]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσήρετμος''': -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.
|lstext='''ἰσήρετμος''': -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni d’autant de rames.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[ἐρετμόν]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i>, <i>φιλ</i>-<i>ήρετμος</i>].
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῖσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. [[λευκήρετμος]], [[φιλήρετμος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσήρετμος:''' равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел ([[νῆες]] Eur.).
}}
}}

Latest revision as of 14:52, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρετμος Medium diacritics: ἰσήρετμος Low diacritics: ισήρετμος Capitals: ΙΣΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: isḗretmos Transliteration B: isēretmos Transliteration C: isiretmos Beta Code: i)sh/retmos

English (LSJ)

[ῐ], ον, with as many oars as, τινι E.IA242 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d'autant de rames.
Étymologie: ἴσος, ἐρετμόν.

Russian (Dvoretsky)

ἰσήρετμος: равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел (νῆες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρετμος: -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.

Greek Monolingual

ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῖσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκήρετμος, φιλήρετμος].