Χερσονησίτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Chersonisitis
|Transliteration C=Chersonisitis
|Beta Code=*xersonhsi/ths
|Beta Code=*xersonhsi/ths
|Definition=[ῑ], [[Χερσονησίτης]], later [[Χερρσονησίτης]], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Chersonesite]], [[Chersonesian]], [[dweller]] in the [[Thracian]] [[Chersonese]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.3.10</span>, <span class="bibl">3.2.8</span>, <span class="bibl">D.5.25</span>.</span>
|Definition=[ῑ], [[Χερσονησίτης]], later [[Χερρσονησίτης]], ου, ὁ, [[Chersonesite]], [[Chersonesian]], [[dweller]] in the [[Thracian]] [[Chersonese]], X.''HG''1.3.10, 3.2.8, D.5.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''χερσονησίτης''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la [[Chersonèse]] de [[Thrace]].<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 25: Line 25:
|mdlsjtxt=<br />a [[dweller]] in the Thracian [[Chersonese]], Xen., Dem.
|mdlsjtxt=<br />a [[dweller]] in the Thracian [[Chersonese]], Xen., Dem.
}}
}}
{{bailly
{{ls
|btext=ου (ὁ) :<br />habitant de la [[Chersonèse]] de [[Thrace]].<br />'''Étymologie:''' [[χερσόνησος]].
|lstext='''χερσονησίτης''': νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Χερρονησίτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=και [[Χερρονησίτης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Θρακικής Χερσονήσου<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῦ Χερρονησίτου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερσόνησος]] / [[χερρόνησος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πολίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χερσονησίτης Medium diacritics: Χερσονησίτης Low diacritics: Χερσονησίτης Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΙΤΗΣ
Transliteration A: Chersonēsítēs Transliteration B: Chersonēsitēs Transliteration C: Chersonisitis Beta Code: *xersonhsi/ths

English (LSJ)

[ῑ], Χερσονησίτης, later Χερρσονησίτης, ου, ὁ, Chersonesite, Chersonesian, dweller in the Thracian Chersonese, X.HG1.3.10, 3.2.8, D.5.25.

German (Pape)

[Seite 1351] ὁ, att. χεῤῥονησίτης, der Bewohner einer Halbinsel, Xen. Hell. 1, 3,10. S. nom pr.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.

Greek Monotonic

χερσονησίτης: [ῑ], μεταγεν., Αττ. χερρ-, -ου, ὁ, κάτοικος της Θρακικής χερσονήσου, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

χερσονησίτης: новоатт. χερρονησίτης, ου (ῑ) ὁ житель полуострова, преимущ. Херсонеса Фракийского Xen., Dem.

Middle Liddell


a dweller in the Thracian Chersonese, Xen., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

χερσονησίτης: νεώτερ. Ἀττ. χερρ-, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Θρᾳκικῆς Χερσονήσου, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 10., 3. 2, 8, Δημ. 63. 17.

Greek Monolingual

και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῦ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].