ἧττα: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=h(=tta | |Beta Code=h(=tta | ||
|Definition=[[ἡττάομαι]], [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Att. for [[ἧσσα]] ([[defeat]], [[discomfiture]]). | |Definition=[[ἡττάομαι]], [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Att. for [[ἧσσα]] ([[defeat]], [[discomfiture]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[ἧσσα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἧττα''': ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-. | |lstext='''ἧττα''': ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἧττα:''' ἡττάομαι, [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Αττ. αντί <i>ἧσσ-</i>. | |lsmtext='''ἧττα:''' ἡττάομαι, [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Αττ. αντί <i>ἧσσ-</i>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=att. = [[ἧσσα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:30, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Att. for ἧσσα (defeat, discomfiture).
French (Bailly abrégé)
att. c. ἧσσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-.
Greek Monolingual
η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].
Greek Monotonic
German (Pape)
att. = ἧσσα.