ἀεροβάτης: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(4000) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἀεροβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ἀεροβάτης | |Medium diacritics=ἀεροβάτης | ||
|Low diacritics=αεροβάτης | |Low diacritics=αεροβάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aerovatis | |Transliteration C=aerovatis | ||
|Beta Code=a)eroba/ths | |Beta Code=a)eroba/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἀεροβάτου, ὁ, [[one who walks the air]], Poet. ap. Plu.2.952f. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱεροβᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. plu. -βατᾶν <i>Lyr.Adesp</i>.88]<br />[[que anda por el aire]] ἀεροβατᾶν ... ἀνέμων <i>Lyr.Adesp</i>.l.c., δρομεύς Chrys.M.50.786. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0042.png Seite 42]] ὁ, [[Lustwandler]], p. bei Plut. pr. frig. 17, vonden Winden. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui marche dans les airs]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀήρ]], [[βαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀεροβάτης:''' ου adj. m [[носящийся по воздуху]] ([[οἶκος]] ἀνέμων Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἀεροβάτης]])<br />αυτός που βαδίζει, που [[πετά]] στον αέρα<br />(στα Νεοελληνικά με μτφ. [[σημασία]]) αυτός που έχει χάσει την [[αίσθηση]] της πραγματικότητας, που [[πετά]] στα σύννεφα, [[φαντασιόπληκτος]], [[ονειροπαρμένος]], [[ονειροπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀήρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>βᾰ</i>- του <i>ἔβᾱν</i> / [[ἔβην]], [[βαίνω]] ([[αλλά]] και -<i>βήτης</i><br />[[πρβλ]]. [[ἐμπυριβήτης]], [[διαβήτης]])<br />ο τ. [[βάτης]] απαντά κανονικώς «εν σύνθεσει» (ως απλό μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο). Αρχικά, ως β΄ συνθετικό ποιητικών και τεχνικών [[κυρίως]] όρων, δήλωνε την [[έννοια]] του «[[κρατιέμαι]], [[υποστηρίζω]]», π.χ. [[στυλοβάτης]], [[κεροβάτης]], [[ιπποβάτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεροβασία]], [[αεροβατικός]], [[αεροβατώ]]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀεροβάτης''': -ου, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ ἀέρι, Πλούτ. 2. 952F. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[βαίνω]]), αυτός που περπατά στον αέρα, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=one who walks the air, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:47, 24 February 2024
English (LSJ)
ἀεροβάτου, ὁ, one who walks the air, Poet. ap. Plu.2.952f.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [ᾱεροβᾰ-]
• Morfología: [gen. plu. -βατᾶν Lyr.Adesp.88]
que anda por el aire ἀεροβατᾶν ... ἀνέμων Lyr.Adesp.l.c., δρομεύς Chrys.M.50.786.
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, Lustwandler, p. bei Plut. pr. frig. 17, vonden Winden.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui marche dans les airs.
Étymologie: ἀήρ, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀεροβάτης: ου adj. m носящийся по воздуху (οἶκος ἀνέμων Plut.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀεροβάτης)
αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα
(στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ- του ἔβᾱν / ἔβην, βαίνω (αλλά και -βήτης
πρβλ. ἐμπυριβήτης, διαβήτης)
ο τ. βάτης απαντά κανονικώς «εν σύνθεσει» (ως απλό μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο). Αρχικά, ως β΄ συνθετικό ποιητικών και τεχνικών κυρίως όρων, δήλωνε την έννοια του «κρατιέμαι, υποστηρίζω», π.χ. στυλοβάτης, κεροβάτης, ιπποβάτης.
ΠΑΡ. αεροβασία, αεροβατικός, αεροβατώ].
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροβάτης: -ου, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ ἀέρι, Πλούτ. 2. 952F.
Greek Monotonic
ἀεροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατά στον αέρα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
one who walks the air, Plut.