παραπληγικός: Difference between revisions
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[παραπληκτικός]], -ή, -ό / [[παραπληκτικός]], ιων. τ. [[παραπληγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραπληγία]] / [[παραπληξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληγία]]<br /><b>2.</b> (και ως ουσ.) [[άτομο]] που πάσχει από [[παραπληγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληξία]], δηλ. στην [[ημιπληγία]] («χεὶρ παρελύθη [[μετά]] | |mltxt=και [[παραπληκτικός]], -ή, -ό / [[παραπληκτικός]], ιων. τ. [[παραπληγικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραπληγία]] / [[παραπληξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληγία]]<br /><b>2.</b> (και ως ουσ.) [[άτομο]] που πάσχει από [[παραπληγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραπληξία]], δηλ. στην [[ημιπληγία]] («χεὶρ παρελύθη [[μετά]] σπασμοῦ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προσβληθεί από [[παραπληγία]] («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[μανιακός]], παραφρων, [[τρελός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραπληκτικῶς</i> Α<br />με παραπληκτικό τρόπο. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd. | |elnltext=παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] [[halfzijdig verlamd]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
Ionic for παραπληκτικός.
German (Pape)
[Seite 494] ion. = παραπληκτικός, Hippocr. u. sp. Medic., auch im adv.
Greek Monolingual
και παραπληκτικός, -ή, -ό / παραπληκτικός, ιων. τ. παραπληγικός, -ή, -όν, ΝΑ παραπληγία / παραπληξία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληγία
2. (και ως ουσ.) άτομο που πάσχει από παραπληγία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραπληξία, δηλ. στην ημιπληγία («χεὶρ παρελύθη μετά σπασμοῦ παραπληγικὸν τρόπον», Ιπποκρ.)
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («κατάρροοι ἐπιγενόμενοι ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου παραπληκτικοὺς ποιέουσι τοὺς ἀνθρώπους», Ιπποκρ.)
3. μανιακός, παραφρων, τρελός.
επίρρ...
παραπληκτικῶς Α
με παραπληκτικό τρόπο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπληγικός -ή -όν [παραπληγίη] halfzijdig verlamd.