πτῆμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Μ<br />η [[πτήση]], το [[πέταγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτη</i>- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>- του [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τμή</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ήματος, τὸ, Μ<br />η [[πτήση]], το [[πέταγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτη</i>- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>- του [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[τμήμα]])].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῆμα Medium diacritics: πτῆμα Low diacritics: πτήμα Capitals: ΠΤΗΜΑ
Transliteration A: ptē̂ma Transliteration B: ptēma Transliteration C: ptima Beta Code: pth=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, flight, Suid.

German (Pape)

[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμήμα)].

Frisk Etymological English

πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.

Frisk Etymology German

πτῆμα: πτηνός, πτῆσις
{ptē̃ma}
See also: s. πέτομαι.
Page 2,613