χοιρόκτονος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
m (LSJ2 replacement)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χοιρόκτονος:''' связанный с закланием свиньи: καθαρμοὶ χοιρόκτονοι Aesch. очищение посредством принесения в жертву свиньи; [[αἷμα]] χοιρόκτονον Aesch. кровь заколотой свиньи.
|elrutext='''χοιρόκτονος:''' [[связанный с закланием свиньи]]: καθαρμοὶ χοιρόκτονοι Aesch. очищение посредством принесения в жертву свиньи; [[αἷμα]] χοιρόκτονον Aesch. кровь заколотой свиньи.
}}
{{pape
|ptext=[[αἷμα]] χοιρόκτονον <i>das Blut des getöteten Schweines</i>, Aesch. frg. 340, wie καθαρμοῖς ἠλάθη χοιροκτόνοις <i>Eum</i>. 273.
}}
}}

Latest revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιρόκτονος Medium diacritics: χοιρόκτονος Low diacritics: χοιρόκτονος Capitals: ΧΟΙΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: choiróktonos Transliteration B: choiroktonos Transliteration C: choiroktonos Beta Code: xoiro/ktonos

English (LSJ)

ον, καθαρμοί χοιρόκτονοι purification by the sacrifice of swine, A. Eu. 283; αἷμα χ. blood of a slain swine, Id. Fr. 327.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne un cochon tué ou offert en sacrifice.
Étymologie: χοῖρος, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τελείται με σφαγή χοίρου (α. «χοιρόκτονοι καθαρμοί» — εξαγνισμοί που γίνονταν με θυσία χοίρου, Αισχύλ.
β. «αἷμα χοιρόκτονον» — αίμα σφαγμένου χοίρου, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. ταυρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

χοιρόκτονος: связанный с закланием свиньи: καθαρμοὶ χοιρόκτονοι Aesch. очищение посредством принесения в жертву свиньи; αἷμα χοιρόκτονον Aesch. кровь заколотой свиньи.

German (Pape)

αἷμα χοιρόκτονον das Blut des getöteten Schweines, Aesch. frg. 340, wie καθαρμοῖς ἠλάθη χοιροκτόνοις Eum. 273.