χωρίο: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[χωρίον]], ΝΜΑ [[χώρα]] / [[χῶρος]]<br /> <b>μτφ.</b> σύντομο, [[συνήθως]] αυτοτελές, [[απόσπασμα]] κειμένου, [[περικοπή]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τόπος]], [[περιοχή]] («ὡς | |mltxt=το / [[χωρίον]], ΝΜΑ [[χώρα]] / [[χῶρος]]<br /> <b>μτφ.</b> σύντομο, [[συνήθως]] αυτοτελές, [[απόσπασμα]] κειμένου, [[περικοπή]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[ιδιαίτερος]] [[τόπος]], [[περιοχή]] («ὡς τοῦτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ [[χωρίον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>2.</b> οχυρή [[τοποθεσία]], [[οχύρωμα]] («Φυλὴν [[χωρίον]] καταλαμβάνει ὀχυρόν», <b>Ξεν.</b>)<br /> <b>3.</b> [[κτήμα]], κτηματική [[περιουσία]], [[χωράφι]] («ἦν τοῦτο Πεισάνδρου τὸ [[χωρίον]]», Λυσ.)<br /> <b>4.</b> μικρή [[πόλη]], [[κωμόπολη]]<br /> <b>5.</b> [[τόπος]] εργασίας<br /> <b>6.</b> <b>ιατρ.</b> [[μέρος]] του σώματος<br /> <b>7.</b> ιστορική [[περίοδος]], [[εποχή]]<br /> <b>8.</b> <b>μαθημ.</b> η [[επιφάνεια]] σχήματος<br /> <b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χωρία</i>- θέματα συζήτησης<br /> <b>10.</b> <b>φρ.</b> «τὸ [[χωρίον]] τὸ ἐπὶ τοῦ [[ἥπατος]]»<br /> <b>ιατρ.</b> η [[χοληδόχος]] [[κύστη]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:35, 13 June 2022
Greek Monolingual
το / χωρίον, ΝΜΑ χώρα / χῶρος
μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπή
αρχ.
1. ιδιαίτερος τόπος, περιοχή («ὡς τοῦτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ χωρίον», Αριστοφ.)
2. οχυρή τοποθεσία, οχύρωμα («Φυλὴν χωρίον καταλαμβάνει ὀχυρόν», Ξεν.)
3. κτήμα, κτηματική περιουσία, χωράφι («ἦν τοῦτο Πεισάνδρου τὸ χωρίον», Λυσ.)
4. μικρή πόλη, κωμόπολη
5. τόπος εργασίας
6. ιατρ. μέρος του σώματος
7. ιστορική περίοδος, εποχή
8. μαθημ. η επιφάνεια σχήματος
9. στον πληθ. τὰ χωρία- θέματα συζήτησης
10. φρ. «τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος»
ιατρ. η χοληδόχος κύστη (Ιπποκρ.).