ενθύμιο: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ως επίθ. [[ἐνθύμιος]], -ον) [[θυμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ενθύμιο]]<br />[[αντικείμενο]] που ανακαλεί [[κάτι]] στη [[μνήμη]] κάποιου, [[κάθε]] [[πράγμα]] που μάς υπενθυμίζει [[κάτι]], [[ενθύμημα]], [[θυμητάρι]], θυμητικό («[[ενθύμιο]] φιλίας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐνθύμιος]]<br />[[υπόμνηση]], [[υπόμνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί [[τύψη]] ή προκαλεί [[φροντίδα]] και [[απασχόληση]] για κάποιον, που τον έχει [[βάρος]] [[μέσα]] του, που τον παίρνει [[κατάκαρδα]] («καὶ ἐνθύμιὸν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ [[ἱρόν]]» — και υπήρξε γι' αυτόν [[βάρος]] στην [[ψυχή]] του που έκαψε τον ναό, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνθύμιον</i><br />[[οργή]], [[θυμός]] («ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐνθύμια</i><br />ιδέες, νοήματα, έννοιες<br /><b>4.</b> αυτός που έχει πολλές σκοτούρες («ἐνθυμίοις εὐναῑς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐνθύμιον ποιοῦμαι τι» — [[θυμάμαι]], μέ απασχολεί [[κάτι]], [[φροντίζω]] για [[κάτι]]<br />β) «ἐνθύμιον ποιοῡμαί τινος» — [[σκέφτομαι]], απασχολούμαι, [[φροντίζω]]<br />γ) «[[λαμβάνω]] τὸ ἐνθύμιον» — [[δέχομαι]] υπαινιγμό, [[αποδέχομαι]] [[πρόσκληση]].
|mltxt=το (Α ως επίθ. [[ἐνθύμιος]], -ον) [[θυμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ενθύμιο]]<br />[[αντικείμενο]] που ανακαλεί [[κάτι]] στη [[μνήμη]] κάποιου, [[κάθε]] [[πράγμα]] που μάς υπενθυμίζει [[κάτι]], [[ενθύμημα]], [[θυμητάρι]], θυμητικό («[[ενθύμιο]] φιλίας»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἐνθύμιος]]<br />[[υπόμνηση]], [[υπόμνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί [[τύψη]] ή προκαλεί [[φροντίδα]] και [[απασχόληση]] για κάποιον, που τον έχει [[βάρος]] [[μέσα]] του, που τον παίρνει [[κατάκαρδα]] («καὶ ἐνθύμιὸν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ [[ἱρόν]]» — και υπήρξε γι' αυτόν [[βάρος]] στην [[ψυχή]] του που έκαψε τον ναό, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνθύμιον</i><br />[[οργή]], [[θυμός]] («ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐνθύμια</i><br />ιδέες, νοήματα, έννοιες<br /><b>4.</b> αυτός που έχει πολλές σκοτούρες («ἐνθυμίοις εὐναῖς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐνθύμιον ποιοῦμαι τι» — [[θυμάμαι]], μέ απασχολεί [[κάτι]], [[φροντίζω]] για [[κάτι]]<br />β) «ἐνθύμιον ποιοῦμαί τινος» — [[σκέφτομαι]], απασχολούμαι, [[φροντίζω]]<br />γ) «[[λαμβάνω]] τὸ ἐνθύμιον» — [[δέχομαι]] υπαινιγμό, [[αποδέχομαι]] [[πρόσκληση]].
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, -ον) θυμός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο
αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας»)
μσν.
το θηλ. ως ουσ.ἐνθύμιος
υπόμνηση, υπόμνημα
αρχ.
1. αυτός που δημιουργεί τύψη ή προκαλεί φροντίδα και απασχόληση για κάποιον, που τον έχει βάρος μέσα του, που τον παίρνει κατάκαρδα («καὶ ἐνθύμιὸν οἱ ἐγένετο ἐμπρήσαντι τὸ ἱρόν» — και υπήρξε γι' αυτόν βάρος στην ψυχή του που έκαψε τον ναό, Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνθύμιον
οργή, θυμός («ὅτι ἐνθύμιον ἀνθρώπου ἐξομολογήσεταί σοι», ΠΔ)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνθύμια
ιδέες, νοήματα, έννοιες
4. αυτός που έχει πολλές σκοτούρες («ἐνθυμίοις εὐναῖς ἀνανδρώτοισι τρύχεσθαι», Σοφ.)
5. φρ. α) «ἐνθύμιον ποιοῦμαι τι» — θυμάμαι, μέ απασχολεί κάτι, φροντίζω για κάτι
β) «ἐνθύμιον ποιοῦμαί τινος» — σκέφτομαι, απασχολούμαι, φροντίζω
γ) «λαμβάνω τὸ ἐνθύμιον» — δέχομαι υπαινιγμό, αποδέχομαι πρόσκληση.