επινοώ: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπινοῶ, -έω) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[μηχανεύομαι]], [[εφευρίσκω]], [[σοφίζομαι]] (α. «επινόησε [[ολόκληρο]] [[παραμύθι]] για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῑν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξέρω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπινοοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />θεωρούμαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω στον νου, [[προτίθεμαι]], [[σκέπτομαι]] («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[αισθάνομαι]], [[κατανοώ]].
|mltxt=(AM ἐπινοῶ, -έω) [[νοώ]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] [[κάτι]], [[μηχανεύομαι]], [[εφευρίσκω]], [[σοφίζομαι]] (α. «επινόησε [[ολόκληρο]] [[παραμύθι]] για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξέρω]] καλά<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπινοοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />θεωρούμαι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />έχω στον νου, [[προτίθεμαι]], [[σκέπτομαι]] («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]]<br /><b>2.</b> [[νομίζω]], [[αισθάνομαι]], [[κατανοώ]].
}}
}}

Latest revision as of 20:22, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπινοῶ, -έω) νοώ
1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῖν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.)
2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
μσν.
1. ξέρω καλά
2. παθ. ἐπινοοῦμαι, -έομαι
θεωρούμαι
αρχ.-μσν.
έχω στον νου, προτίθεμαι, σκέπτομαι («ἐπενόουν οὐδὲν ἀμφότεροι», Θουκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ
2. νομίζω, αισθάνομαι, κατανοώ.