προσποίηση: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[προσποίησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[προσποιοῦμαι]]<br />[[ψεύτικος]] και [[υποκριτικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[επιτήδευση]], [[υποκρισία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα ομαδικά αθλήματα) [[εξαπάτηση]] αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη [[κίνηση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]] για τον εαυτό του, η [[πρόσκτηση]]<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>3.</b> ανάρμοστη [[οικειοποίηση]] πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, [[σφετερισμός]] («ἡ δὲ [[προσποίησις]] ἡ μὲν ἐπὶ τὸ | |mltxt=η / [[προσποίησις]], -ήσεως, ΝΜΑ [[προσποιοῦμαι]]<br />[[ψεύτικος]] και [[υποκριτικός]] [[τρόπος]] συμπεριφοράς, [[επιτήδευση]], [[υποκρισία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα ομαδικά αθλήματα) [[εξαπάτηση]] αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη [[κίνηση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να παίρνει [[κανείς]] [[κάτι]] για τον εαυτό του, η [[πρόσκτηση]]<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]], [[αξίωση]]<br /><b>3.</b> ανάρμοστη [[οικειοποίηση]] πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, [[σφετερισμός]] («ἡ δὲ [[προσποίησις]] ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον, [[ἀλαζονεία]]», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 13 October 2022
Greek Monolingual
η / προσποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσποιοῦμαι
ψεύτικος και υποκριτικός τρόπος συμπεριφοράς, επιτήδευση, υποκρισία
νεοελλ.
(στα ομαδικά αθλήματα) εξαπάτηση αντίπαλου παίκτη με κατάλληλη κίνηση του σώματος
αρχ.
1. το να παίρνει κανείς κάτι για τον εαυτό του, η πρόσκτηση
2. απαίτηση, αξίωση
3. ανάρμοστη οικειοποίηση πραγμάτων που ανήκουν σε άλλους, σφετερισμός («ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον, ἀλαζονεία», Αριστοτ.).