σύσσιτος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syssitos
|Transliteration C=syssitos
|Beta Code=su/ssitos
|Beta Code=su/ssitos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[messmate]], <span class="bibl">Thgn.309</span>, <span class="bibl">Hdt.5.24</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>557</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>1075</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>602</span> (anap.), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>806e</span> ([[ξυσσιτίων]] codd.), <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.7.14</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1314a10</span>; <b class="b2">member of common-room</b> of the Museum at Alexandria, <span class="title">OGI</span>712 (ii A.D.).</span>
|Definition=ὁ, [[messmate]], Thgn.309, [[Herodotus|Hdt.]]5.24, Ar.''V.''557 (anap.), ''Ra.''1075 (anap.), ''Pl.''602 (anap.), [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''806e ([[ξυσσιτίων]] codd.), [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.7.14, Arist. ''Pol.''1314a10; [[member of common room]] of the Museum at Alexandria, ''OGI''712 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1043.png Seite 1043]] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ [[συνέστιος]], Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1043.png Seite 1043]] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ [[συνέστιος]], Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''σύσσῑτος''': ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] σιτούμενος, [[ὁμοῦ]] ἐσθίων, [[ὁμοτράπεζος]], Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange avec ; ὁ [[σύσσιτος]] convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σῖτος]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange avec ; ὁ [[σύσσιτος]] convive, commensal.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σῖτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος &#91;[[σύν]], [[σῖτος]]] [[disgenoot]].
}}
{{elru
|elrutext='''σύσσῑτος:''' ὁ [[застольный товарищ]], [[сотрапезник]] Her. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύσσιτος]], -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α<br />αυτός που συντρώγει με κάποιον, [[ομοτράπεζος]] («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῖς ξενικοῑς μᾱλλον πολιτικοῑς τυραννικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύσσιτος]], -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α<br />αυτός που συντρώγει με κάποιον, [[ομοτράπεζος]] («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῖς ξενικοῖς μᾶλλον πολιτικοῖς τυραννικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέλος]] του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σιτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύσσῑτος:''' ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο [[ομοτράπεζος]], [[συνδαιτυμόνας]], [[ομόσιτος]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''σύσσῑτος:''' ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο [[ομοτράπεζος]], [[συνδαιτυμόνας]], [[ομόσιτος]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύσσῑτος:''' ὁ застольный товарищ, сотрапезник Her. etc.
|lstext='''σύσσῑτος''': ὁ, ὁ [[ὁμοῦ]] σιτούμενος, [[ὁμοῦ]] ἐσθίων, [[ὁμοτράπεζος]], Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [σύν, σῖτος] disgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύσ-σῑτος, ὁ,<br />one who eats [[together]], a [[messmate]], Theogn., Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt=σύσ-σῑτος, ὁ,<br />one who eats [[together]], a [[messmate]], Theogn., Hdt., Attic
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσσῑτος Medium diacritics: σύσσιτος Low diacritics: σύσσιτος Capitals: ΣΥΣΣΙΤΟΣ
Transliteration A: sýssitos Transliteration B: syssitos Transliteration C: syssitos Beta Code: su/ssitos

English (LSJ)

ὁ, messmate, Thgn.309, Hdt.5.24, Ar.V.557 (anap.), Ra.1075 (anap.), Pl.602 (anap.), Pl.Lg.806e (ξυσσιτίων codd.), X.Cyr.8.7.14, Arist. Pol.1314a10; member of common room of the Museum at Alexandria, OGI712 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1043] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ συνέστιος, Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec ; ὁ σύσσιτος convive, commensal.
Étymologie: σύν, σῖτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [σύν, σῖτος] disgenoot.

Russian (Dvoretsky)

σύσσῑτος:застольный товарищ, сотрапезник Her. etc.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύσσιτος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α
αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῖς ξενικοῖς μᾶλλον ἤ πολιτικοῖς τυραννικόν», Αριστοτ.)
αρχ.
μέλος του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. παρά-σιτος].

Greek Monotonic

σύσσῑτος: ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας, ομόσιτος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσῑτος: ὁ, ὁ ὁμοῦ σιτούμενος, ὁμοῦ ἐσθίων, ὁμοτράπεζος, Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

σύσ-σῑτος, ὁ,
one who eats together, a messmate, Theogn., Hdt., Attic