μειώνω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
m (Text replacement - "οῦνμ" to "οῦν μ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM μειῶ, -όω, Μ και [[μειώνω]]) [[μείων]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μικρότερο, [[ελαττώνω]], [[λιγοστεύω]], [[μικραίνω]] (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική [[θητεία]]» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῑσιν», Διον. Αλ.<br />γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν [[μείης]] ὀρθῶς κεκλημένος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταπεινώνω]], [[εξευτελίζω]], [[υποβιβάζω]] κάποιον με τα [[λόγια]] ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[παριστάνω]] ένα [[γεγονός]] μικρότερο, [[υποβιβάζω]] με [[λόγια]] τη [[σημασία]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μειώνομαι</i>, <i>μειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[υποδεέστερος]], [[κατώτερος]], [[χειρότερος]] (α. «έχει μειωμένη [[αντίληψη]]» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[βραχύνω]] [[συλλαβή]].
|mltxt=(ΑM μειῶ, -όω, Μ και [[μειώνω]]) [[μείων]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μικρότερο, [[ελαττώνω]], [[λιγοστεύω]], [[μικραίνω]] (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική [[θητεία]]» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῖσιν», Διον. Αλ.<br />γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν [[μείης]] ὀρθῶς κεκλημένος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταπεινώνω]], [[εξευτελίζω]], [[υποβιβάζω]] κάποιον με τα [[λόγια]] ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[παριστάνω]] ένα [[γεγονός]] μικρότερο, [[υποβιβάζω]] με [[λόγια]] τη [[σημασία]] του<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>μειώνομαι</i>, <i>μειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[υποδεέστερος]], [[κατώτερος]], [[χειρότερος]] (α. «έχει μειωμένη [[αντίληψη]]» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετριάζω]]<br /><b>2.</b> [[βραχύνω]] [[συλλαβή]].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

(ΑM μειῶ, -όω, Μ και μειώνω) μείων
1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῖς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῖς περικνημῖσιν», Διον. Αλ.
γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῦ μειοῦσθαι εἴη ἂν μείης ὀρθῶς κεκλημένος», Πλάτ.)
2. ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποβιβάζω κάποιον με τα λόγια ή με τις πράξεις μου (α. «αυτό που είπες μέ μειώνει στα μάτια τών συναδέλφων» β. «ὦ Ἀγησίλαε, μειοῦν μὲν ἄρα σύ γε τοὺς φίλους ἠπίστω», Ξεν.)
3. παριστάνω ένα γεγονός μικρότερο, υποβιβάζω με λόγια τη σημασία του
4. παθ. μειώνομαι, μειοῦμαι, -όομαι
είμαι ή γίνομαι υποδεέστερος, κατώτερος, χειρότερος (α. «έχει μειωμένη αντίληψη» β. «πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται», Ξεν.)
αρχ.
1. μετριάζω
2. βραχύνω συλλαβή.