εξαρκώ: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαρκώ, -έω)<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]], [[φτάνω]] («ὁ [[βίος]] μοι δοκεῑ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῖν... ἡσυχίην ἄγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αντέχω]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]], βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)<br /><b>4.</b> (με δοτ. ή αιτ.) α) [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[σπεύδω]] σε [[βοήθεια]]<br />β) έχω σε αρκετή [[ποσότητα]], έχω αρκετά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξαρκῶ [[ἐμοί]]» — [[είμαι]] ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]], μού φτάνει<br />β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ [[πρός]] τι» — [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]] για [[κάτι]]<br />γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — [[προσφέρω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />δ) «οὐκ ἐξαρκεῑ μόνον τινί» — δεν [[είναι]] αρκετό για κάποιον [[απλώς]] να...<br />ε) «ἐξαρκῶ πᾱσιν» — [[είμαι]] [[ικανός]] να τά βάλω με όλους.
|mltxt=(AM ἐξαρκώ, -έω)<br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[αρκετός]], [[επαρκώ]], [[φτάνω]] («ὁ [[βίος]] μοι δοκεῖ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> [[είναι]] αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῖν... ἡσυχίην ἄγειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αντέχω]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] αρκετά [[δυνατός]], βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)<br /><b>4.</b> (με δοτ. ή αιτ.) α) [[βοηθώ]], [[επικουρώ]], [[σπεύδω]] σε [[βοήθεια]]<br />β) έχω σε αρκετή [[ποσότητα]], έχω αρκετά<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξαρκῶ [[ἐμοί]]» — [[είμαι]] ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]], μού φτάνει<br />β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ [[πρός]] τι» — [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[αρκετός]] για [[κάτι]]<br />γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — [[προσφέρω]] [[υπέρ]] κάποιου<br />δ) «οὐκ ἐξαρκεῖ μόνον τινί» — δεν [[είναι]] αρκετό για κάποιον [[απλώς]] να...<br />ε) «ἐξαρκῶ πᾶσιν» — [[είμαι]] [[ικανός]] να τά βάλω με όλους.
}}
}}

Latest revision as of 18:38, 29 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐξαρκώ, -έω)
1. (για πράγμ.) είμαι αρκετός, επαρκώ, φτάνω («ὁ βίος μοι δοκεῖ τῷ μήκει τοῦ λόγου οὐκ ἐξαρκεῖν, Πλάτ.)
2. απρόσ. είναι αρκετό, «φθάνει», αρκεί («ἐξήρκει ἡμῖν... ἡσυχίην ἄγειν», Ηρόδ.)
3. (για πρόσ.) αντέχω σε κάτι, είμαι αρκετά δυνατός, βαστάω («εἰ ἐξαρκέσει τῇ διαίτῃ πρὸς τὴν ἀκμὴν τῆς νόσου», Ιπποκρ)
4. (με δοτ. ή αιτ.) α) βοηθώ, επικουρώ, σπεύδω σε βοήθεια
β) έχω σε αρκετή ποσότητα, έχω αρκετά
5. φρ. α) «ἐξαρκῶ ἐμοί» — είμαι ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, μού φτάνει
β) «ἐξαρκῶ εἴς τι» ή «ἐξαρκῶ πρός τι» — επαρκώ, είμαι αρκετός για κάτι
γ) «ἐξαρκῶ τι πρό τινος» — προσφέρω υπέρ κάποιου
δ) «οὐκ ἐξαρκεῖ μόνον τινί» — δεν είναι αρκετό για κάποιον απλώς να...
ε) «ἐξαρκῶ πᾶσιν» — είμαι ικανός να τά βάλω με όλους.