συναγωνισμός: Difference between revisions
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜ [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άμιλλα]] για [[επικράτηση]], [[αγώνας]] για [[υπερίσχυση]]<br /><b>2.</b> <b>(οικον.)</b> [[σύστημα]] ελεύθερης διεξαγωγής τών [[εργασιών]] από [[κάθε]] οικονομική [[μονάδα]], με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης προσφοράς τών υπηρεσιών τους στο κοινό, [[σύστημα]] που [[είναι]] χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας της ελεύθερης αγοράς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρακώλυση]] συναγωνισμού»<br />(ποιν. δίκ.) [[πλημμέλημα]] που συνίσταται στην [[παρεμπόδιση]] της ελεύθερης διαμόρφωσης της πλειοδοσίας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πλειστηριασμού, με την [[άσκηση]] βίας ή την [[εκτόξευση]] απειλών ή την [[προσφορά]] δώρων ή υποσχέσεων σε όποιον προσφέρει ή προτίθεται να προσφέρει [[τιμή]] εκπλειστηριάσεως<br />β) «[[αθέμιτος]] [[συναγωνισμός]]»<br /><b>(οικον.)</b> [[συναγωνισμός]] που διεξάγεται με αθέμιτα [[μέσα]]<br />γ) «[[εκτός]] συναγωνισμού» — [[ασυναγώνιστος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[σύμπραξη]]<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]] («ἐκεῖνος [[μόνος]] γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν ἦλθε τῆς ἀληθείας», Ιω. Μον.). | |mltxt=ο, ΝΜ [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άμιλλα]] για [[επικράτηση]], [[αγώνας]] για [[υπερίσχυση]]<br /><b>2.</b> <b>(οικον.)</b> [[σύστημα]] ελεύθερης διεξαγωγής τών [[εργασιών]] από [[κάθε]] οικονομική [[μονάδα]], με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης προσφοράς τών υπηρεσιών τους στο κοινό, [[σύστημα]] που [[είναι]] χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας της ελεύθερης αγοράς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρακώλυση]] συναγωνισμού»<br />(ποιν. δίκ.) [[πλημμέλημα]] που συνίσταται στην [[παρεμπόδιση]] της ελεύθερης διαμόρφωσης της πλειοδοσίας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πλειστηριασμού, με την [[άσκηση]] βίας ή την [[εκτόξευση]] απειλών ή την [[προσφορά]] δώρων ή υποσχέσεων σε όποιον προσφέρει ή προτίθεται να προσφέρει [[τιμή]] εκπλειστηριάσεως<br />β) «[[αθέμιτος]] [[συναγωνισμός]]»<br /><b>(οικον.)</b> [[συναγωνισμός]] που διεξάγεται με αθέμιτα [[μέσα]]<br />γ) «[[εκτός]] συναγωνισμού» — [[ασυναγώνιστος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[σύμπραξη]]<br /><b>2.</b> [[υποστήριξη]] («ἐκεῖνος [[μόνος]] γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν ἦλθε τῆς ἀληθείας», Ιω. Μον.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 27 September 2022
Greek Monolingual
ο, ΝΜ συναγωνίζομαι
νεοελλ.
1. άμιλλα για επικράτηση, αγώνας για υπερίσχυση
2. (οικον.) σύστημα ελεύθερης διεξαγωγής τών εργασιών από κάθε οικονομική μονάδα, με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης προσφοράς τών υπηρεσιών τους στο κοινό, σύστημα που είναι χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας της ελεύθερης αγοράς
3. φρ. α) «παρακώλυση συναγωνισμού»
(ποιν. δίκ.) πλημμέλημα που συνίσταται στην παρεμπόδιση της ελεύθερης διαμόρφωσης της πλειοδοσίας κατά τη διάρκεια πλειστηριασμού, με την άσκηση βίας ή την εκτόξευση απειλών ή την προσφορά δώρων ή υποσχέσεων σε όποιον προσφέρει ή προτίθεται να προσφέρει τιμή εκπλειστηριάσεως
β) «αθέμιτος συναγωνισμός»
(οικον.) συναγωνισμός που διεξάγεται με αθέμιτα μέσα
γ) «εκτός συναγωνισμού» — ασυναγώνιστος, εξαιρετικός
μσν.
1. βοήθεια, σύμπραξη
2. υποστήριξη («ἐκεῖνος μόνος γενναῖος ὢν τὴν ψυχὴν εἰς συναγωνισμὸν ἦλθε τῆς ἀληθείας», Ιω. Μον.).