ενηχώ: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐνηχῶ, -έω; (AM) [[ένηχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐνηχοῡμαί τι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ακροάζομαι]], [[ακούω]] («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ [[μέσα]]<br /><b>2.</b> ηχώ στο [[αφτί]] κάποιου, [[αντηχώ]] («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=ἐνηχῶ, -έω; (AM) [[ένηχος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐνηχοῦμαί τι</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ακροάζομαι]], [[ακούω]] («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ηχώ [[μέσα]]<br /><b>2.</b> ηχώ στο [[αφτί]] κάποιου, [[αντηχώ]] («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:52, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐνηχῶ, -έω; (AM) ένηχος
μσν.
παθ. ἐνηχοῦμαί τι
(για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)
αρχ.
1. ηχώ μέσα
2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», Πλούτ.).