ηιών: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠϊών]] και ᾐών, δωρ. τ. [[ἀϊών]] και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ακτή]], όχθη της θάλασσας, [[παραλία]], [[ακρογιαλιά]]<br /><b>2.</b> ([[μετά]] τον <b>Ομ.</b>, στον πληθ.) <i>αἱ ἠϊόνες</i><br />ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[ὑποκάτω]] τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «[[ἠϊών]]<br /> | |mltxt=[[ἠϊών]] και ᾐών, δωρ. τ. [[ἀϊών]] και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[ακτή]], όχθη της θάλασσας, [[παραλία]], [[ακρογιαλιά]]<br /><b>2.</b> ([[μετά]] τον <b>Ομ.</b>, στον πληθ.) <i>αἱ ἠϊόνες</i><br />ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[ὑποκάτω]] τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «[[ἠϊών]]<br />πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν [[περιγραφή]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά τα τοπωνύμια σε -<i>ών</i> ([[πρβλ]]. <i>Σικυών</i>), ο δωρ. τ. <i>ā</i><i>ϊών</i> οδήγησε ορισμένους στην υποθετική [[σύνδεση]] με το <i>αία</i> «γη». Πιθανό παράγωγό του το <i>ηϊόεις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:09, 8 May 2022
Greek Monolingual
ἠϊών και ᾐών, δωρ. τ. ἀϊών και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)
1. ακτή, όχθη της θάλασσας, παραλία, ακρογιαλιά
2. (μετά τον Ομ., στον πληθ.) αἱ ἠϊόνες
ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»
4. (κατά τον Πολυδ.) «ἠϊών
πᾶσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά τα τοπωνύμια σε -ών (πρβλ. Σικυών), ο δωρ. τ. āϊών οδήγησε ορισμένους στην υποθετική σύνδεση με το αία «γη». Πιθανό παράγωγό του το ηϊόεις].