μισογύνης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
m (elru replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misogynis
|Transliteration C=misogynis
|Beta Code=misogu/nhs
|Beta Code=misogu/nhs
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[misogynist]], [[woman-hater]], title of play by [[Menander]], cf. <span class="bibl">Str.7.3.4</span>; of Euripides, Hieronym. ap. <span class="bibl">Ath.13.557e</span>; title of Heracles in Phocis, Plu.2.403f.</span>
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, [[misogynist]], [[woman-hater]], title of play by [[Menander]], cf. Str.7.3.4; of Euripides, Hieronym. ap. Ath.13.557e; title of Heracles in Phocis, Plu.2.403f.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] ὁ, der die Weiber haßt, Weiberfeind; Strab. 7, 3, 4, Ath. XIII, 557 e u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] ὁ, der die Weiber haßt, Weiberfeind; Strab. 7, 3, 4, Ath. XIII, 557 e u. A.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui hait les femmes]], [[ennemi des femmes]].<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[γυνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσογύνης:''' ου ὁ (ῠ) женоненавистник Men., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσογύνης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ μισῶν τὰς γυναῖκας, [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Μενάνδρου, πρβλ. Στράβ. 297, Πλούτ. 2. 403F, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], [[μισογύναιος]], ον, Ἀλκίφρων 1. 34, Πρόκλ.· μισόγυνος, ον. Θεογνώστου Καν. σ. 88. 23.
|lstext='''μῑσογύνης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ μισῶν τὰς γυναῖκας, [[ὄνομα]] δράματος τοῦ Μενάνδρου, πρβλ. Στράβ. 297, Πλούτ. 2. 403F, κτλ.· - [[ὡσαύτως]], [[μισογύναιος]], ον, Ἀλκίφρων 1. 34, Πρόκλ.· μισόγυνος, ον. Θεογνώστου Καν. σ. 88. 23.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui hait les femmes, ennemi des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]], [[γυνή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μισογύνης]])<br />αυτός που μισεί τις γυναίκες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική [[μίξη]] με τις γυναίκες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Ευριπίδου<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Ηρακλέους στους Φωκείς<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μισογύνης</i><br />[[τίτλος]] έργου του Μενάνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γύνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-<i>γύνης</i>].
|mltxt=ο (Α [[μισογύνης]])<br />αυτός που μισεί τις γυναίκες<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική [[μίξη]] με τις γυναίκες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Ευριπίδου<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Ηρακλέους στους Φωκείς<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μισογύνης</i><br />[[τίτλος]] έργου του Μενάνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γύνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γυνή]]), [[πρβλ]]. [[φιλογύνης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑσογύνης:''' [ῠ], -ου, ὁ, αυτός που μισεί τις γυναίκες, σε Στράβ.
|lsmtext='''μῑσογύνης:''' [ῠ], -ου, ὁ, αυτός που μισεί τις γυναίκες, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσογύνης:''' ου ὁ (ῠ) женоненавистник Men., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑσο-γῠ́νης, ου, ὁ,<br />[[woman]]-hater, Strab.
|mdlsjtxt=μῑσο-γῠ́νης, ου, ὁ,<br />[[woman]]-hater, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσογύνης Medium diacritics: μισογύνης Low diacritics: μισογύνης Capitals: ΜΙΣΟΓΥΝΗΣ
Transliteration A: misogýnēs Transliteration B: misogynēs Transliteration C: misogynis Beta Code: misogu/nhs

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, misogynist, woman-hater, title of play by Menander, cf. Str.7.3.4; of Euripides, Hieronym. ap. Ath.13.557e; title of Heracles in Phocis, Plu.2.403f.

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, der die Weiber haßt, Weiberfeind; Strab. 7, 3, 4, Ath. XIII, 557 e u. A.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui hait les femmes, ennemi des femmes.
Étymologie: μισέω, γυνή.

Russian (Dvoretsky)

μῑσογύνης: ου ὁ (ῠ) женоненавистник Men., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσογύνης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ μισῶν τὰς γυναῖκας, ὄνομα δράματος τοῦ Μενάνδρου, πρβλ. Στράβ. 297, Πλούτ. 2. 403F, κτλ.· - ὡσαύτως, μισογύναιος, ον, Ἀλκίφρων 1. 34, Πρόκλ.· μισόγυνος, ον. Θεογνώστου Καν. σ. 88. 23.

Greek Monolingual

ο (Α μισογύνης)
αυτός που μισεί τις γυναίκες
νεοελλ.
αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική μίξη με τις γυναίκες
αρχ.
1. προσωνυμία του Ευριπίδου
2. προσωνυμία του Ηρακλέους στους Φωκείς
3. ως κύριο όν. Μισογύνης
τίτλος έργου του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -γύνης (< γυνή), πρβλ. φιλογύνης].

Greek Monotonic

μῑσογύνης: [ῠ], -ου, ὁ, αυτός που μισεί τις γυναίκες, σε Στράβ.

Middle Liddell

μῑσο-γῠ́νης, ου, ὁ,
woman-hater, Strab.