μεγαλαυχώ: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) [[μεγάλαυχος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[υπερηφανεύομαι]] (α. «ἡ [[γλώσσα]] μικρὸν [[μέλος]] ἐστὶ καὶ | |mltxt=(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) [[μεγάλαυχος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[υπερηφανεύομαι]] (α. «ἡ [[γλώσσα]] μικρὸν [[μέλος]] ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ», ΚΔ<br />β. «κατὰ [[πάντα]] δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[καύχημα]] («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν [[ὄφελος]] κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾶς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 13 October 2022
Greek Monolingual
(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) μεγάλαυχος
καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ», ΚΔ
β. «κατὰ πάντα δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν ὄφελος κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾶς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.).