αύθις: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὖθις]], (επικ. κ. ιων.) [[αὖτις]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πίσω]] στο ίδιο [[σημείο]] απ' όπου ξεκίνησε [[κανείς]] («[[αὖτις]] βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν [[αὖτις]]», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε»)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> αργότερα, στο προσεχές [[μέλλον]] («ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ [[αὖθις]]» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε [[σύντομα]])<br /><b>4.</b> στο [[εξής]], από δω και [[πέρα]]<br /><b>5.</b> αφετέρου, [[επιπλέον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> <i>οἱ [[αὖθις]]<br />οι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αύθις]] [[καθώς]] και ο [[παράλληλος]] επικ. και ιων. τ. [[αύτις]] (<b>[[πρβλ]].</b> οσκ. <i>auti</i>) ανάγονται στο επίρρ. <i>αυ</i>. Ο τ. [[αύθις]] προήλθε πιθ. από συμφυρμό των [[αύτις]] και [[αύθι]] και το δασύ -<i>θ</i>- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] το [[αύθι]] και τα επιρρ. σε -<i>θι</i>].
|mltxt=[[αὖθις]], (επικ. κ. ιων.) [[αὖτις]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> [[πίσω]] στο ίδιο [[σημείο]] απ' όπου ξεκίνησε [[κανείς]] («[[αὖτις]] βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν [[αὖτις]]», «δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε»)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> [[πάλι]], [[ξανά]]<br /><b>3.</b> αργότερα, στο προσεχές [[μέλλον]] («ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ [[αὖθις]]» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε [[σύντομα]])<br /><b>4.</b> στο [[εξής]], από δω και [[πέρα]]<br /><b>5.</b> αφετέρου, [[επιπλέον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> οἱ [[αὖθις]]<br />οι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αύθις]] [[καθώς]] και ο [[παράλληλος]] επικ. και ιων. τ. [[αύτις]] ([[πρβλ]]. οσκ. <i>auti</i>) ανάγονται στο επίρρ. <i>αυ</i>. Ο τ. [[αύθις]] προήλθε πιθ. από συμφυρμό των [[αύτις]] και [[αύθι]] και το δασύ -<i>θ</i>- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] το [[αύθι]] και τα επιρρ. σε -<i>θι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α)
1. πίσω στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκίνησε κανείςαὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε»)
2. χρον. πάλι, ξανά
3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῦτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» — αυτά θα τα επανεξετάσουμε σύντομα)
4. στο εξής, από δω και πέρα
5. αφετέρου, επιπλέον
6. φρ. οἱ αὖθις
οι μεταγενέστεροι, οι κατοπινοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αύθις καθώς και ο παράλληλος επικ. και ιων. τ. αύτις (πρβλ. οσκ. auti) ανάγονται στο επίρρ. αυ. Ο τ. αύθις προήλθε πιθ. από συμφυρμό των αύτις και αύθι και το δασύ -θ- του τ. ερμηνεύεται αναλογικά προς το αύθι και τα επιρρ. σε -θι].